Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Μνήμη και Λήθη: Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη

" Κείνη τη μέρα σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι"  Μ. Λουντέμης

  Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα. Να θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.


  Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο Χορτιάτης πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αντιστασιακή του δράση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό, δεν έπλευσε στα δύσκολα χρόνια κόστα - κόστα, ούτε έμεινε στα ρηχά, μα έστρεφε το ακρόπρωρό του στα ανοικτά, μπήκε στις τρικυμίες με υψωμένη την αντιστασιακή παντιέρα.

  Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη - χημικού σε μια τυχαία ένοπλη συμπλοκή στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο (Καμάρα), μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ, που είχαν στήσει ενέδρα για άλλο λόγο και Γερμανών, που συνόδευαν προπορευόμενο (κατά μία ώρα περίπου…) όχημα της εταιρείας Ύδρευσης και μετέβαιναν στις πηγές της Αγίας Παρασκευής για να τις απολυμάνουν, επίσπευσε την προαποφασισμένη και καλά οργανωμένη απόφαση των Γερμανών και των Σουμπερταίων Ταγματασφαλιτών να αφανίσουν τον Χορτιάτη και τους κατοίκους του.



  Λίγες ώρες αργότερα από το πρωινό επεισόδιο, οι γερμανικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές ταγματασφαλιτών του Σούμπερτ, θα φτάσουν στο Χορτιάτη με 32 οχήματα έτοιμες να εφαρμόσουν το προμελετημένο τους σχέδιο. Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας, σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Συγκεντρώνουν όσους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο του Γκουραμάνη και στο σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δυο χώρους σε κρεματόρια. Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 κάτω των 18 ετών. Ανάμεσά τους ένα βρέφος 2 μηνών, ο Αλέξανδρος Σαρβάνης. 

Μπάμπης Νανακούδης



  Το μνημείο που διατηρεί τη μνήμη του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη αποσιωπά τη  δράση των "Ελλήνων" συνεργατών των Γερμανών κι έτσι αντί να συμβάλλει στην ιστορική μνήμη δίνει ένα μονοσήμαντο και κατευθυνόμενο προσανατολισμό στην ιστοριογνωσία!

φωτ. Ε. Παπαδοπούλου






Τα εναπομείναντα από την πύρινη λαίλαπα οστά των Χορτιατινών
φωτ. Ε. Παπαδοπούλου

Οστεοφυλάκιο-Οικία Νταμπούδη
φωτ. Ε. Παπαδοπούλου

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ: Και πάλι οι αρχαίοι Έλληνες μάς νουθετούν...

  Με αφορμή την αυριανή ημέρα που έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής (16 Οκτωβρίου) ...
Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι Έλληνες;
Στα γεύματα και στα δείπνα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με ψωμί, με κρέατα και χορταρικά, κι ακόμη με ελιές, πίτες, γλυκίσματα και φρούτα. Φυσικά και με άφθονο κρασί. Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα ‘τρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος). Για το έτνος, δηλαδή τη σημερινή φάβα, ξετρελαινόταν ο Ηρακλής, και ο Αριστοφάνης δεν χάνει την ευκαιρία να τον σατιρίσει

Ήρθες, αγαπητέ Ηρακλή; Πέρασε μέσα.

Η Περσεφόνη μόλις έμαθε ότι έφτασες,

αμέσως βάλθηκε να ζυμώνει καρβέλια,

έβαλε δυο τρεις χύτρες στη φωτιά

με όσπρια τριμμένα και φάβα, και στη θράκα

ένα ολάκερο βόδι • ψήνει ακόμη

γλυκά και πίτες. Μα πέρασε μέσα.

(«Βάτραχοι» 503-507)


Μια γενική όμως ιδέα για τις γνωστές στους αρχαίους τροφές παίρνουμε απ’ τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (Δ , 7)

Γιατί, τι λείπει απ’ το σπίτι μας, ποία καλά, δεν είναι γεμάτο οσμές συριακής σμύρνας κι από ευχάριστο καπνό λιβανιού, δεν σε ευφραίνει να βλέπεις μάζες ψωμιού από λεπτό αλεύρι, τρυφερά χταπόδια, λουκάνικα, ώς και πάχος, φούσκες, βραστά σέσκλα και φύλλα, φάβα και σκόρδα, μαρίδες, σκουμπριά, ενθρυμματίδες, φάρο καιχόνδρο, κουκιά, λαθούρια, αρακά, ρόβη, μέλι, τυρί, γεμιστά άντερα ως και σιτάρια, καρύδια, πληγούρι, ψητές καραβίδες, ψητά καλαμάρια, βραστό κέφαλο, σουπιές βραστές, βραστή σμέρνα, κωβιούς βραστούς, ψητές παλαμίδες, ψητές φυκίδες, βατράχους, πέρκες, συνόδια, γάδους, ρίνες, ψησσιά, γαλέον, κούκον, φίσσες και νάρκες, κομμάτια σελάχι, κηρήθρες, σταφύλια, σύκα, γλυκίσματα, μήλα, ακράνεια, ρόδια, ρίγανη, μήκωνα, αχλάδια, κνήκον, ελιές, τσίπουρα, γαλατόπιτες, πράσα, αμπελόπρασα, κρεμμύδια, φνστή, βολβούς, γουλιά, σίλφιον, ξύδι, μάραθο, αυγά, φακή και τα τζιτζίκια, χυμούς, κάρδαμο, σουσάμι, κουαλούς, αλάτι, πίννες, πεταλίδες, μύδια, στρείδια και χτένια, μεγάλους τόνους. Και κοντά σ’ αυτά αμέτρητο πλήθος από πουλιά, πάπιες, φάσσες, χήνες και σπουργίτια, τσίχλες, κορυδαλούς, κίσσες και κύκνους και ελεκάνους, σουσουράδα, μια γερανό. Για ‘σένα θα είν’ εκεί κρασιά λευκά, γλυκό εγχώριο, ευχάριστο, ο καπνίας.

Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ μάρκετ.

Από τα απαραίτητα, στο τραπέζι, ήταν και το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους. Ο Παυσανίας, ο μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας, επαινεί, στα «Φωκικά», το λάδι της Τιθορέας:

Το λάδι που βγάζει η χώρα των Τιθορέων είναι λιγότερο σε ποιότητα, απ’ εκείνο που βγάζει η περιοχή της Αττικής και της Σικυώνας. Στη χροιά του όμως και στη γεύση, είναι ανώτερο από το λάδι της Ιβηρίας και της νήσου της Ιστρίας.

Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματα τους. Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι ήταν το γάλα και το τυρί, που όμως ήταν στις πόλεις από τα σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί. Πολλές φορές, για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που ‘βραζε, ένα κωναροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος. Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως έβρισκαν αυτό το είδος της διατροφής χωριάτικο (όπως και σήμερα). Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα ‘τρωγαν οι Κρητικοί από την εποχή του Μίνωα.

Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, τα παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. Για τη φτωχολογιά οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη τις απέφευγε! Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή (οι αρχαίοι είχαν να λένε για τη λαιμαργία του) ήταν από μπιζέλια. Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.

Ας ακούσουμε όμως μερικά «διαφημιστικά εδέσματα» του Αριστοφάνη:

ΛΑΜΑΧΟΣ: Φέρε μου παστό μες σ’ ένα φύλλο.

ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Πιάσε μου φύλλα• εκεί ψήνω τα ψάρια.

(«Αχαρνής», 1198-1199)



Γυναίκα, βράσε μπόλικα φασόλια, ρίξε και στάρι,

φέρε μας λίγα σύκα (…)

Ας φέρει κάποιος απ’ το σπιτικό μου

την τσίχλα και δυο σπίνους• είχε κι ανθόγαλο

και τέσσερα κομμάτια λαγού.

(«Ειρήνη», 1144-1145, 1149-1150)

Κι αλλού στο ίδιο έργο:

Η κότα ψήθηκε

το παστέλι του σουσαμιού ζυμώθηκε

Τις τσαπέλες με τα σύκα

και τις θρούμπες τις ελιές.

Τα κρέατα ήταν πανάκριβα, παρά τις πολλές θυσίες που γίνονταν για τους θεούς. Φθηνότερο, συγκριτικά, ήταν το χοιρινό, που για τους φτωχούς όμως ήταν κι αυτόαπλησίαστο. Στην ύπαιθρο βέβαια έτρωγαν συχνότερα κρέας, αφού μπορούσαν να θρέψουν στις αυλές τους και τους κήπους πουλερικά, γουρουνόπουλα, κατσίκια κι αρνιά. Απέφευγαν να τρώνε χοιρινά μυαλά, γιατί τους το απαγόρευαν οι φιλόσοφοι (Αθήναιος, Β 72), σχυριζόμενοι ότι «όποιοι τρώνε απ’ αυτά είναι σαν να τρώγουν κουκιά στις κεφαλές όχι μόνο των γονέων αλλά και των άλλων απαγορευμένων πραγμάτων».



Οι Αθηναίοι, πλούσιοι και φτωχοί, είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα. Μεγάλη ζήτηση είχαν στην αθηναϊκή αγορά παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο και φυσικά κάθε τι που ‘φτανε από την κοντινή λίμνη της Κωπαΐδας. Μια σκηνή στους «Αχαρνής», όπου ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Δικαιόπολι ν’ αγοράζει ψάρια από Βοιωτό ψαρά, είναι αρκετά εύγλωττη:



ΔΙΚΑΙΟΠΟΛ1Σ: Μμ! αν φέρνεις τέτοια νοστιμάδα,

την πιο γλυκιά που υπάρχει, δός μου

τα χέλια να καλωσορίσω αμέσως.

ΘΗΒΑΙΟΣ: Νιράιδα ζηλεμέν’ της Κουπαΐδας

βγε και καλοχιραίτισι τουν ξένον.

ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Ω! Πολυπόθητε και πολυαγαπημένε

λαχταριστέ μεζέ της κωμωδίας,

μας ήρθες πια, μεράκι των φαγάδων.

Το φυσερό, τη σκάρα φέρτε, δούλοι.

Και τα χέλια, όμως, ήταν πανάκριβα, αφού, γύρω στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, στοίχιζαν τρεις δραχμές το ένα, όσο κόστιζε κι ένα μικρό γουρουνόπουλο, ποσό μεγάλο για την εποχή. Για το λαό, όμως, οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο -ψωμί. Κάθε αύξηση της φαληρικής σαρδέλας έβαζε σ’ ανησυχία το φτωχόκοσμο.

«Και συμβούλεψα να υποσχεθούμε στην Αρτέμιδα την Αγρότιδα χίλια κατσίκια, αν οι σαρδέλες έκαναν, την επομένη, εκατό στον οβολό», λέει («Ιππής») ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος, εκφράζοντας έτσι και την αγωνία του λαού για την ακρίβεια.



Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας, παρά την αποστροφή του Ομήρου. Ο Φλασελιέρ σημειώνει ότι η λέξη όψον αρχικά σήμαινε ό,τι τρώμε μαζί με το ψωμί, αλλά σιγά σιγά πήρε μια άλλη σημασία και κατέληξε να σημαίνει ψάρι. Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν ο κυκεώνας, που προαναφέραμε, το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.



Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν. Στους «Ιππής» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρει επίσης τον «κάνδυλο», ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, τον «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι.

Ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Λυόμενο», μια τραγωδία που δεν σώθηκαν παρά λίγοι στίχοι της, ξαφνιάζει τους Αθηναίους:

Μα οι Σκύθες οι φιλόνομοι που τρώνε τυρί αλογίσιο ανάκατο με γάλα.

Μια σπέσιαλ συνταγή σάλτσας, με την οποία γαρνίρανε τα φαγητά μας δίνει ο Αθήναιος:

Χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξύδι,

χύσε ακόμη λάδι, τρίψε τυρί

ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές.



Τα «θυλήματα» που αναφέρονται απ’ τον Αριστοφάνη στην «Ειρήνη», ήταν χοντροαλεσμένο αλεύρι από στάρι ή κριθάρι, βρεγμένο με κρασί και λάδι. Μ’ αυτό ραντίζανε το σφαχτάρι, ενώ ψηνόταν. Ο κάθε χυλός ήταν από τα προσφιλή φαγητά για το φτωχόκοσμο. Που διαφημίζονταν κατάλληλα, ακόμη και από ένα στωικό φιλόσοφο, όπως ο Χρύσιππος, στην «Περί καλού» πραγματεία του (Αθήναιος, Δ 47):



Χυλός από βολβούς – φακές

είναι σαν αμβροσία

στης παγωνιάς το κρύο.



Στις θυσίες ετοίμαζαν κι ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το ‘λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι. Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας2 (βιβλ. 9), ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το ‘ριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο.



«Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας,κυρίως στη περιοχή της Αυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε. «Μυττωτός», πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα.Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γίνονταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα. Οι Αθηναίοι απέφευγαν ν’ αρχίσουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα.

Σχετικά με την ετοιμασία ενός δείπνου, να τι μας άφησε ο Φερεπράτης (Αθηναίος ηθοποιός και ποιητής, του 4ου π.Χ. αιώνα), στο «Δουλοδιδάσκαλο»:



Πώς ετοιμάζεται το δείπνο; πέστε μας;

Λοιπόν σας λέω, έχετε ένα κομμάτι χέλι,

καλαμαράκια και αρνί, ολίγο λουκάνικο

βραστά πόδια και συκώτι, παϊδάκια

και πουλιά, κοτόπουλα και τυρί που ‘ναι

μέσα στο μέλι, κι από κρέατα ένα μέρος.

(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Γ 49)

Ένα καλό τραπέζωμα μας παρουσιάζει και ο Αριστοφάνης («Εκκλησιάζουσαι» 838-845).

Τα τραπέζια είναι έτοιμα και γεμάτα με όλα

τ’ αγαθά και τα κρεβάτια στρωμένα

με χαλιά και προβιές. Μες στις κανάτες

ανακατεύουν το κρασί, οι μυροπώλισσες

περιμένουν στην αράδα • τα ψάρια κομμένα

φέτες ψήνονται, οι λαγοί στις σούβλες,

ξεφουρνίζουν τις πίτες, πλέκονται στεφάνια,

καβουρντίζουν ξερούς καρπούς κι οι πιο νέες

βράζουν στις χύτρες τη φάβα.

Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους άλλους Έλληνες. Ακόμη και τις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τους Σπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι από ψωμί. Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν ν’ αντέξουν στη σπαρτιατική λιτότητα.

«Το πρώτο πιάτο», λέει ο γιος του Αριστοφάνη Νικόστρατός (ποιητής κι αυτός), «από τα μεγάλα, θα προηγηθεί με σκαντζόχοιρο (εχίνον) λακέρδα ως και κάππαριν, μια θρυμματίδα, φέτα, παστό ψάρι ως κι ένα βολβό μέσα σε μια σάλτσα πολύ πικάντικη» (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Δ 10).

 M. Μότσιας : Τι έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες


ΥΓΙΕΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ


ΑΦΙΣΑ ΤΟΥ 2012



 Στις 5 Οκτωβρίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα του Εκπαιδευτικού. Αφιερώνω το παρακάτω κείμενο με τις απόψεις του Δ. Γληνού σε όλους τους συναδέλφους-μάχιμους εκπαιδευτικούς που μεταλαμπαδεύουν καθημερινά τις γνώσεις τους στους μαθητές τους και ταυτόχρονα γίνονται καθοδηγητές κι εμψυχωτές των εύπλαστων παιδικών ψυχών, καταθέτοντας τη δική τους ψυχή στον όμορφο αλλά και σκληρό, ειδικά σήμερα, χώρο της εκπαίδευσης.


Οι απόψεις του Γληνού για τον Έλληνα δάσκαλο

 Ο Δημήτρης Γληνός υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα. Ήταν, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς συνεργατών και μαθητών του, παιδαγωγός, φιλόσοφος και δάσκαλος. Οι απόψεις του Γληνού για τον Έλληνα δάσκαλο εξακολουθούν να είναι ακόμη επίκαιρες και να αποτελούν μάλιστα αντικείμενο μελέτης.

 Ορίζοντας την παλιότερη θέση του δασκάλου, τον οποίο θεωρούσε σημαντικότατο και πολυτιμότατο συντελεστή του εκπαιδευτικού έργου και κατ' επέκταση εργάτη της προόδου του έθνους, επεσήμανε: «o Έλλην διδάσκαλος παντός βαθμού υπήρξε και αυτός θύμα πολλαπλής δουλείας, δουλείας πνευματικής, δουλείας οικονομικής, δουλείας ηθικής. Υπήρξεν εποχή καθ' ην ο διδάσκαλος εάν μεν ήθελε να είνε τίμιος και ενσυνείδητος έπρεπε να είνε και μάρτυς και αν δεν ήθελε να είνε μάρτυς, έπρεπε να είνε επιτήδειος κόλαξ, αφρονημάτιστος, ασυνείδητος, εκμεταλευτής».

 Ο Γληνός ήταν πεπεισμένος ότι τα αίτια αυτής της ηθικής και κοινωνικής κατάπτωσης του δασκάλου μπορούσαν να αρθούν με την οικονομική αναβάθμιση, τη μόρφωση και την επιμόρφωσή του καθώς και με τη διοικητική αποκέντρωση των υπηρεσιών της Παιδείας. Σε άρθρο του που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ στο διάστημα 18 Μάρτη-15 Απρίλη 1914 μαζί με άλλα άρθρα έγραφε σχετικά: «Και είνε πασίγνωστον, ότι άμα εξασφαλίσης προοδευτικόν, ειλικρινή, μορφωμένον, ζηλωτήν διδάσκαλον ενδιαφερόμενον περί του έργου του, διαρκώς ανασκοπούντα καί βελτιώνοντα αυτόν, άμα εξασφαλίσης διδάσκαλον, διανοητικώς, ηθικώς καί οικονομικώς ελεύθερον και αυτοτελή, εξασφάλισες ήδη τα εννέα δέκατα της επιτυχίας του εκπαιδευτικού έργου».

 Σε κείμενά του, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Αγωγή, αναφέρθηκε στη σχέση που συνδέει άμεσα την αναγέννηση της ελληνικής παιδείας με τον ενεργητικό ρόλο, που οφείλει να αναλάβει ο Έλληνας δάσκαλος, ως σημαντικότατο μέλος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Παράλληλα, έδειξε το δρόμο στον οποίο οφείλουν να οδηγηθούν τα εκπαιδευτικά ζητήματα, διατυπώνοντας κατ' αρχάς την άποψη ότι πρέπει να σταματήσει η προσωνυμία «δάσκαλος», που σημαίνει τον φορέα «πάσης πνευματικής μικρότητος, κοινωνικής ταπεινώσεως, πενιχρότητος και ευτελείας», ώστε αυτή να αποκτήσει το πραγματικό της νόημα, σύμφωνα με το οποίο ο δάσκαλος «Έχει τό βλέμμα εστραμμένον προς τας κορυφάς, τας οποίας φωτίζει ο ήλιος πρώτα. Το βλέμμα εστραμμένον προς την φιλοσοφίαν και την επιστήμην. Σ' αυτό το σημείο, ο δάσκαλος ανάπτει την λαμπάδα του πρώτος από την λαμπάδα του φιλοσόφου, του κοινωνιολόγου, του επιστήμονος ερευνητού».

 Οι απόψεις του αυτές ανακαλύπτουν την προσπάθεια που κατέβαλε ώστε να διαλυθεί η πλάνη που καλλιεργούσαν συστηματικά συντηρητικοί κύκλοι, οι οποίοι ήθελαν το δάσκαλο απαθή θεατή, άψυχο διεκπεραιωτή του νεκρού πνεύματος των διαταγών και των νόμων, παθητικό εκτελεστικό όργανο. Έγραφε, σχετικά, στο περιοδικό Αυγή: «Ο δάσκαλος όχι μόνο πρέπει να έχη γνώμη και πίστη για το έργο του, αλλά και υποχρέωση ιερή να τρέφει τη μέριμνα του μέλλοντος και να βοηθάει με όλη του τη δύναμη την καλυτέρευση του παρόντος». Λίγο πριν κυκλοφορήσει το περιοδικό η Αναγέννηση και σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Διδασκαλικόν Βήμα, δηλώνει γι' αυτό την απόφασή του «να σταθή δίπλα στον Έλληνα δάσκαλο και να του χορηγήση της επιστήμης και της φιλοσοφημένης σκέψης τα μέσα».

 Έτσι, στο πρόγραμμα για την παιδεία που καταγράφει στις σελίδες του περιοδικού Αναγέννηση, το οποίο, ας σημειωθεί, λειτούργησε ως ο προμαχώνας του κοινωνικού δημοτικισμού για την πνευματική ανάπλαση του έθνους και προπύργιο για τη λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, επισημαίνει: «Να δοθή η πρεπούμενη σημασία στον κυριώτατο εργάτη της παιδείας, το δάσκαλο. Όχι μόνο η μόρφωσή του για όλες τις βαθμίδες της Παιδείας πρέπει να είνε βαθειά, πλούσια και επιστημονική, μα και η θέση του μέσα στόν κύκλο των λειτουργών της πολιτείας αντάξια με το προσφερόμενο υψηλότατο έργο, χωρίς να υπάρχη καμμιά κατ' αρχήν διάκριση ανάμεσα στους εργάτες της κατώτερης και της ανώτερης παιδείας».

 Η θεώρηση του δασκάλου, ως τον πολυτιμότατο και σημαντικότατο παράγοντα για την ευόδωση του εκπαιδευτικού έργου, οδηγούσε συχνά το Γληνό στη γνωστοποίηση των δικών του προτάσεων για την αναβάθμιση της θέσης του δάσκαλου και μέσω αυτού την αναβάθμιση της ελληνικής εκπαίδευσης.

 Πρωταρχικής σημασίας ζήτημα για τον Γληνό ήταν η οικονομική αναβάθμιση του δασκάλου, ώστε να σταματήσει να ασχολείται με ιδιωτικές παραδόσεις και άλλες εργασίες που προσβάλλουν τόσο το κύρος όσο και το έργο του. Αναφερόμενος, έτσι, στην αναγκαιότητα να απαλλαγεί ο δάσκαλος από τα οικονομικά προβλήματα, παρατηρούσε: «Και δεν πρέπει να θεωρηθή υπερβολή, εάν ισχυρισθή τις, ότι η οικονομική ενίσχυσις του δασκάλου πρέπει να είνε ακόμη γενναιότερα. Είνε χρήμα, το οποίον η ορθή παιδεία θα αποδώσει εις την πολιτείαν και την κοινωνίαν πολλαπλάσιον».

 Όσον αφορά την ηθική και πνευματική χειραφέτηση του δασκάλου, ο Γληνός δεχόταν ότι θα επιτευχθούν τόσο με την διοικητική αποκέντρωση, η οποία δεν πρέπει να αφορά μόνο τα διοικητικά ζητήματα, αλλά και τα ζητήματα των προγραμμάτων, των διδακτικών βιβλίων και γενικά όλου του οργανισμού της Παιδείας, όσο και με την αποστολή εκατοντάδων νέων στην Ευρώπη για την εξειδικευμένη μόρφωσή τους. Για το λόγο αυτό σημείωνε: «Δεν είνε ανάγκη πολλών λόγων βεβαίως διά να πεισθώσιν οι δάσκαλοι ότι πρέπει να περιφρουρήσωσι τήν διοικητικήν αποκέντρωσιν ως κόρην οφθαλμού». «Η μόνη λύσις είνε η κατάλυσις του μονοπωλίου της Ευρωπαϊκής μορφώσεως διά της αποστολής εκατοντάδων νέων εις την Ευρώπην».

 Πρωταρχικής, επίσης, σημασίας ζήτημα ήταν για το Γληνό η μέριμνα για τη συνεχή επιμόρφωση των δασκάλων, που όπως είδαμε, τη θεωρούσε ως βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εκπαιδευτικού έργου. Γι' αυτό υπογράμμιζε: «Να αναδιοργανωθούν ριζικά οι Πανεπιστημιακές σχολές πού μορφώνουν δασκάλους, καθώς και τα Διδασκαλεία και να γίνουν σοβαρές εκπαιδευτικές αποστολές στο εξωτερικό».

 Εξ' άλλου, μεγάλη σημασία, εκτός από την επιμόρφωση των δασκάλων, έδωσε ο Γληνός και στη συνεργασία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο, και γι' αυτό έγραφε στο περιοδικό Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου: «Aν οργανωθούν οι δάσκαλοι κάθε βαθμού, αν οργανωθούν μ' ενωτικό δεσμό τη βαθιά επίγνωση του έργου τους και της σημασίας του για την κοινωνία, αν ενωθούν γύρω σε ιδέες και όχι μόνο γύρω σε μικροσυμφέροντα, αν πιστέψουν στον εαυτό τους και στην αποστολή τους μπορούν να κατορθώσουν όχι μόνο το σεβασμό να εμπνεύσουν, μα και όλη την παιδεία και ολόκληρο το λαό να υψώσουν».

 Ο Γληνός ήθελε το δάσκαλο παντού στην πρώτη γραμμή της προόδου. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτός ηγήτωρ, αυτός κηρυξ, αυτός σκαπανεύς της. Παράλληλα όμως ήθελε να αλλάξει και το σχολείο χαρακτηρίζοντας το παλιό σχολείο ως «σχολείον φυλακή και το σχολείον υπνωτήριον, το σχολείον των λόγων, των γραμματικών και των κενών φράσεων, το σχολείον οδοστρωτήρα και προκρούστη των ψυχών, το σχολείον το αφρονιμάτιστον, το σχολείον που δίδει χαρτιά και τίποτε άλλο, το σχολείον το περιφρονούμενον από μαθητές, από γονείς, από κοινωνία και πολιτεία».

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Διδακτική πρόταση στην Πρόταση (Ομάδα Εκπαιδευτικών)







Θεσσαλονίκη - ΙΑΝΟΣ-Αριστοτέλους 7
                                         
11 Οκτωβρίου 2017 19:00



Oμάδα Eκπαιδευτικών Πρόταση


   Η ομάδα εκπαιδευτικών Πρόταση, το 15ο Γενικό Λύκειο Θεσσαλονίκης και το Καλλιτεχνικό Σχολείο Αμπελοκήπων παρουσιάζουν στον ΙΑΝΟ την διδακτική πρόταση της Ελένης Παπαδοπούλου και της Αλεξάνδρας Μυλωνά με θέμα: Από τη (συγ)γραφή στην τάξη: δημιουργικές συναντήσεις, αμφίδρομες σχέσεις με τη διαμεσολάβηση των ΤΠΕ.

 Πώς γράφεται ένα διήγημα στην εποχή των νέων τεχνολογιών; Πώς μοιράζεται; Πώς προσλαμβάνεται; Πώς αξιοποιείται εκπαιδευτικά;

Ελένη Παπαδοπούλου, φιλόλογος, 15ο ΓΕ.Λ. Θεσσαλονίκης

Αλεξάνδρα Μυλωνά, φιλόλογος, Καλλιτεχνικό Σχολείο Αμπελοκήπων

  Η παρούσα διδακτική πρόταση έχει ως κύριο στόχο να καταδείξει τον ρόλο των ΤΠΕ στη συγγραφή, την κοινοποίηση και την αξιοποίηση μέσα στην τάξη ενός λογοτεχνικού κειμένου σε πρόσληψη, ερμηνεία και δημιουργικό αναστοχασμό, στο πλαίσιο μιας πολυεπίπεδης συνεργασίας, που ανιχνεύει τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών στον συνδυασμό τους γενικότερα με την τέχνη (δραματοποίηση, χορός, δημιουργική γραφή, φωτογραφία, ζωγραφική).

  Η μεταφορά του διηγήματος της Α. Μυλωνά, «Μόνο τικ. Μονό» από το χειρόγραφο σκαρίφημα σε λογισμικό επεξεργασίας κειμένου και η δημοσίευσή του για πρώτη φορά στο ιστολόγιο της Ε. Παπαδοπούλου, http://eranistria.blogspot.gr/2015/03/blog-post_11.html αποτελεί την πρώτη ύλη του συγκεκριμένου διδακτικού σεναρίου που εντάσσεται στο θέμα «Τα φύλα στη Λογοτεχνία» της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου με εστίαση στο υποθέμα της θέσης του άντρα στην εποχή της οικονομικής κρίσης, στην κρίση ταυτότητας που αντιμετωπίζουν και τα δύο φύλα λόγω του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής και στις κοινωνικές δομές υποστήριξης των ανθρώπων.