Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Η κλέφτρα των βιβλίων

 Ευχές με δώρα βιβλία και αγάπη! Το 2014 καταφθάνει και τα μόνα που μάς έχουν απομείνει για να το ζήσουμε είναι η ενσυναίσθηση , η αγάπη και τα καλά βιβλία. Εξάλλου, η δύναμη των λέξεων και της φαντασίας είναι ο μοναδικός τρόπος διαφυγής από τη δύσκολη κατάσταση που επικρατεί. 

«Η Κλέφτρα των Βιβλίων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός


Τι θα γινόταν αν έπρεπε να κρύψεις κάτι για να το σώσεις;

Όταν η νεαρή Λίζελ φτάνει στο σπίτι των θετών γονιών της, έχοντας χάσει την οικογένειά της, το μόνο που κρατάει στα χέρια της είναι το κλεμμένο εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη, το οποίο δεν μπορεί καν να διαβάσει, αφού δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση. Αυτή θα είναι και η αρχή της καριέρας της ως... κλέφτρας.

Η Λίζελ θα αρχίσει να κλέβει βιβλία -βιβλία που πετάνε οι ναζί στη φωτιά για να τα κάψουν, βιβλία από τη βιβλιοθήκη του δημάρχου, βιβλία που τη συντροφεύουν στις περιπέτειές της παρέα με το φίλο της, Ρούντι, στους δρόμους της πόλης, βιβλία που θα γεμίσουν τις ώρες του άλλου φίλου της, του κυνηγημένου Μαξ.

Κι ενώ οι βόμβες των Συμμάχων πέφτουν συνεχώς και οι σειρήνες ουρλιάζουν, η Λϊζελ μοιράζεται τα βιβλία της με τους γείτονές της στα καταφύγια και βρίσκει σ’ αυτά παρηγοριά. Μέχρι που κάποια μέρα η σειρήνα θα αργήσει να σφυρίξει…

Μια αξέχαστη ιστορία για τη δύναμη της ανθρωπιάς, για τις ανατροπές της ζωής, αλλά και για την αστείρευτη γοητεία των βιβλίων!

Παρουσίαση του συγγραφέα 

Ο Μάρκους Ζούσακ γεννήθηκε από πατέρα Αυστριακό και μητέρα Γερμανία, το 1975, στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας, όπου και ζει σήμερα με τη γυναίκα και την κόρη του. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και ιστορία. Εργάστηκε ως δάσκαλος παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Ένα από τα μυθιστορήματά του, το I am the Messenger, τιμήθηκε με το Βραβείο Children’s Book Council of Australia’s Book of the Year το 2003, καθώς και το Βραβείο Michael L. Printz Honor το 2006. Η ΚΛΕΦΤΡΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ενθουσίασε κριτικούς και αναγνώστες και βρέθηκε στις υψηλότερες θέσεις των μπεστ σέλερ, ενώ έχει λάβει εγκωμιαστικές κριτικές από τον Τύπο. Το 2007 τιμήθηκε με το Βραβείο Michael L. Printz Honor και ήταν υποψήφιο για πολλά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Quill book Award, το Australian Book Industry Award αλλά και το Australian Booksellers Book of the Year Award.

Και για τους λάτρεις του κινηματογράφου, η εκπληκτική κινηματογραφική απόδοση του βιβλίου 

Από το σκηνοθέτη της επιτυχημένης σειράς «Ο Πύργος του Ντάουντον» και βασισμένη στο ομώνυμο best seller του Μάρκους Ζούσακ, «Η Κλέφτρα των Βιβλίων» είναι μια έντονη ιστορία, βγαλμένη από την ίδια τη ζωή. Η ταινία επικεντρώνεται στην ιστορία της μικρής Λίζελ, ενός ξεχωριστού κοριτσιού με απίστευτο κουράγιο, που δίνεται για υιοθεσία σε ανάδοχη οικογένεια, στη Γερμανία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με την υποστήριξη της νέας της οικογένειας και του Μαξ, ενός νεαρού Εβραίου πρόσφυγα που η οικογένειά κρύβει στο σπίτι της, η Λιζέλ μαθαίνει σιγά-σιγά να διαβάζει.

Σκηνοθεσία: Μπράιαν Περσίβαλ
Ηθοποιοί: Tζέφρι Ρας, Έμιλι Γουάτσον, Σόφι Νελίς, Νίκο Λιρς

Καλή Χρονιά με Υγεία και Υπομονή!


Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα και Φτώχεια.

 Μια αδήριτη αλήθεια, λοιπόν…Η σκληρή αλήθεια της νεόπτωχης Ελλάδας, του φτωχοΈλληνα. Η φτώχεια, η στέρηση, η ανέχεια, έκδηλη παντού στις μέρες μας…Διαβάζω τίτλους εφημερίδων: «Η φτώχεια χτυπά όλο και περισσότερους στην Ελλάδα», «Διατακτικές και δώρα σε άνεργους και άπορους», «Διανομή τροφίμων από…», “Μαύρες γιορτές για πολλούς Έλληνες»”, «Συσσίτια για νεόπτωχους»….Αλλά δεν χρειάζονται οι τίτλοι των εφημερίδων για να διαπιστώσεις το κύμα της φτώχειας που χτυπά τη χώρα. Καθημερινά βλέπεις γύρω σου ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους σκουπιδιών, να μαζεύουν τα υπολείμματα των λαϊκών αγορών…Ε, όταν περισσέψουνε οι χρείες χάνεται και η ντροπή, καθώς μας λέει κι ο Σολωμός στη «Γυναίκα της Ζάκυθος: «Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους. Στην αρχή εντρεπόντανε νάβγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες….Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για νάβγουνε. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς…»

Της φτώχειας τα στερνά του Γ. Βλαχογιάννη

Μορφούλα. Ε, Μορφούλα, που είσαι κυρά μου; Ψίνα, ψιψίνα μου! Τι θα φάμε σήμερα;
Η γριά-Λασκαρού έκραζε τη γάτα της βραχνά, αν και δεν την έβλεπε στο σπίτι. Μόλις έφεγγε. Άδειο, παγωμένο ήτανε το σπίτι· Κι η Λασκαρού, διπλωμένη μες στα παλιοσκούτια της, πλάι στη σβηστή γωνιά, δε σπάραζε. Το ξέθωρό της πρόσωπο, με την τριπλοτυλιγμένη μαντήλα στο κεφάλι, καθώς τό ‘χε  γυρισμένο κατά τη γωνιά κι έβλεπε, με μάτια ακίνητα, τη στάχτη τη σβησμένη, φάνταζε παράξενα και τρόμαζε μες στ’ αυγινό μισόθαμπο.
Μα κάποτε σείστηκε η γριά σιγά σιγά. Σείστηκε κι ανασηκώθηκε· και γύρισε το πρόσωπο, με το στανιό, κι είδε κατά την κλεισμένη πόρτα.
-Μορφούλα, κόρη μου καλή, που είσαι; ρώτησε πάλι.
Και πιάστηκε απ’ της γωνιάς το γύρο κι έβαλε αγώνα, χέρια γόνατα και στάθηκε στα πόδια της. Και κίνησε, ύστερα, σκυφτή, κατά την πόρτα. Πήγε, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε πάλι. Της γάτας το νιαούρισμα, που ήταν γριά κι αυτή και μαδημένη, έφτασε μεσ’ από το περιβόλι και τα ξερόδεντρα του περιβολιού, τα λίγα που απομένανε, για τη φωτιά κι αυτά και της γριάς τη ζέστα. Κι ήρθε η γατούλα κλαίοντας παραπονιάρικα και στάθηκε κοντά στα πόδια της κυράς της, στο μοναχικό σκαλί της πόρτας, το λιωμένο απ’ τα χρόνια.
-Μορφούλα, τι θα φάμε σήμερα μωρή; Τι έφερες;
Η γάτα απάντησε με το παράπονό της κι έσκυψε πιο πολύ η γριά κι είδε στην πέτρα απάνου ένα ψάρι αποθεμένο. Το ‘χε φέρει η γάτα η Μορφούλα. Ήταν ένας κωβιός μεγάλος και τον πήρε η Λασκαρού και μπήκε στο σπίτι, με τη γάτα μπρος κι ολόρθη την ουρά της παίζοντας. Αυτό θα ήτανε της μέρας το φαΐ και για τους δυο τους· ήτανε κι η Μορφούλα γέρικη πολύ, δε χρειαζότανε μεγάλα πράγματα για το φαΐ της· λίγα ψαροκόκαλα της φτάνανε. Το κυνήγι της το καθημερινό ήτανε πάντα από ‘να ψάρι, ψάρι όμως πάντα πετρόψαρο. Κι η γριά-Λασκαρού το περίμενε πια ταχτικά κι απ’ αυτό κρεμούσε την ελπίδα της θροφής της την καθημερινή.
Βράδυ νωρίς, πριν πέσει στο ξερόστρωμα και πριν κλείσει την παλιόπορτά της, συνήθιζε η γριά-Λασκαρού, μ’ όλη την αγάπη που ‘χε της Μορφούλας –κι είχε την ανάγκη να τη ζεσταίνει στον ύπνο η συντρόφισσά της κιόλας- άνοιγε και την έβγαζε όξω· ήταν άπονο αυτό που ‘κανε, μα πάλι πως θα ζούσανε; Την έσπρωχνε όξω μαλακά με το πόδι τη Μορφούλα και της έλεγε:
-Σύρε, Μορφούλα, σύρ’ εσύ, καλή μου, ψίνα μου, κυρά μου, σύρε να φέρεις τίποτα… Δεν έχουμε αύριο να φάμε, καψερούλα, και θα μείνεις νηστική κι εσύ μαζί μου…
Η γάτα απόξω έμενε και παρακαλούσε κάμποσο. Ύστερα ξεμάκραινε σιγά σιγά η φωνή της και χανότανε μες στο σκοτάδι ή μες στης θάλασσας τα μουγκρητά. Και την αυγή, νάτο ένα ψάρι στο σκαλί αφημένο πάλι! Και δεν το ‘τρωγε η Μορφούλα, δεν το πείραζε καθόλου· ίσως έτρωγε άλλο, πριν το φέρει το κυνήγι της αυτό στο σπίτι. Μα πάλι μπορεί κι ήτανε το μόνο αυτό και το ‘φερνε ίσια στην κυρά της, άγγιχτο.
Πως γινόταν τέτοιο πράγμα τα’ απορούσε η γειτονιά κι η χώρα η μισογκρεμισμένη. Μα η γριά-Λασκαρού διόλου δεν το ρωτούσε. Νόμιζαν οι άλλοι στην αρχή πως η γάτα, η Μορφούλα, πήγαινε στην αγορά και τα ‘κλεβε τα ψάρια. Μα η Αμέρσα, η πιο κοντινή γειτόνισσα, μαλωμένη με τη Λασκαρού από χρόνια, παραφύλαγε τη γάτα κι έβλεπε πως τά ‘φερνε τα ψάρια απ’ το γιαλό. Την ακολουθούσε ίσαμε στα σκόρπια βράχια, πλάι στο παλιό λιμάνι, που κάναν ένα πλήθος ήσυχα κορφάκια εκεί κι όλα αντάμα κάναν ένα πεζονήσι απότομο. Κι εκεί την έχανε τη Μορφούλα. Στο τέλος την παράτησε, βέβαιη πια πως η γάτα τά ‘βγαζε τα ψάρια από τη θάλασσα.
Τότε η Αμέρσα έφερε γύρα τις γειτόνισσες και τα παράστησε όλα με το νι και με το σίγμα και με θάμασμα τρανό! Και το ‘μαθε όλη η χώρα, τι και πως η γάτα η Μορφούλα της γριά-Λασκαρούς πήγαινε και ψάρευε τη νύχτα στο γιαλό. Έπιανε μια θέση κοντά στο γιαλό και στεκόταν άσειστη, σαν πέτρα, ανάμεσα στις άλλες πέτρες τις ακίνητες εκεί και περίμενε ώρες, άσειστη. Κι η πείνα, βέβαια, την οδήγησε κειπέρα και της έδειξε τον τρόπο αυτόν. Και καθώς ζυγώναν οι κωβιοί και τα’ άλλα τα πετρόψαρα και φέρνανε τη μούρη τους ως την κορφή και γυρεύανε να βρούνε το πιο παχύ χορτάρι εκεί που το νερό πάει ανάλαφρο και παιγνιδίζει με τις πέτρες, χράπ! Το νύχι της Μορφούλας τ’ άρπαζε.
Η ίδια η γριά-Λασκαρού θα μπορούσε να το πει και να το μαρτυρήσει, πως τα ψάρια που της έφερνε η Μορφούλα δεν ήτανε κλεμμένα, τόσο φρέσκα, μισοζώντας καμιά φορά και ζωντανά. Μα η Λασκαρού δε συλλογιόταν τίποτα κακό για τη Μορφούλα- ούτε και συλλογιόταν τίποτ’ άλλο. Είχε αλλαλογίσει κιόλας λίγο. Έμοιαζε λωλή, καθώς έβγαινε στο περιβόλι κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τη γάτα της. Γιατί, όπως γύριζε στο περιβόλι και μαχότανε να κόψει κανένα ξεροκλάδι απ’ τα παλιόδεντρα, χειμώνας που ‘ταν τώρα, και να σκίσει κανένα σανίδι από σεντούκι σάπιο, αχρείαστο, ή να βγάλει λαχανάκια από τον κήπο το λιγόσπαρτο, η γάτα, εκεί, κοντά της, η Μορφούλα, τη συντρόφευε και της αποκρινότανε με το νιαούρισμά της σ’ όσα εκείνη της λαλούσε ανόητα, λόγια λωλά. Ύστερα την ακολουθούσε στη γωνιά, που άναβε τη φωτίτσα κι έβενε να ψήσει το φαΐ, της Μορφούλας το κυνήγι. Και το μοιραζόνταν ύστερα οι δυο τους σαν δυο φίλοι αγαπημένοι που ήτανε, χωρίς μαλώματα, χωρίς ψωμάκι κιόλας, το συχνότερο.
Χωρίς ψωμάκι, αλήθεια, τώρα τελευταία. Αφού ο άχαρος ο γέροντας της Λασκαρούς έπαψε να της στέλνει το ταχτικό μηνιάτικο στο ξερονήσι, γιατί τον έφαγε κι αυτόν η θάλασσα στερνόν, η Λασκαρού ήτανε πολύ περήφανη και δε ζητούσε ούτε καταδεχότανε. Θα πέθαινε νηστικιά, αλλά δε θα ‘βγαινε όξω τον πόνο και την πείνα της να πει.
Το ‘ξερε αυτό η Αμέρσα πιο καλά από κάθε άλλον. Ήταν η πιο κοντινή γειτόνισσα, αν και πλήθος άλλα σπίτια κατάκλειστα, ρημάδια πιά, χωρίζανε το δικό της απ’ της Λασκαρούς το σπίτι. Έτσι ήταν όλη η χώρα, αριά κατοικημένη, μ’ όλα τα σπίτια τα πολλά και τ’ αρχοντόσπιτα. Ήταν από χρόνια η Αμέρσα μαλωμένη με τη Λασκαρού. Μίση οικογενειακά, συμφέροντα παλιά… μα τώρα τι χρειαζότανε τα μίση, αφού σβήσανε και τα συμφέροντα και πάνε… Πάει, να σηκωθεί να πάει στη Λασκαρού και να φιλιώσει, αυτό δεν τ’ αποφάσιζε η Αμέρσα. Την ήξερε καλά τη Λασκαρού κι ήξερε και τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως η συμφορά της Λασκαρούς τη λύγισε, της γλύκανε το περασμένο της φαρμάκι. Όμως και πάλι δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της. Ήτανε ψυχή κλειστή η Αμέρσα, όπως όλες οι νησιώτισσες κι οι νησιώτες εκεί πέρα. Τι να κάμει; Έπαιρνε άλλη μια γειτόνισσα, μια πονηρούλα από το παραπέρα σπίτι, την Κατερινιώ, και πηγαίνανε και παραφύλαγαν όξω από της Λασκαρούς το περιβόλι.
Τα Χριστούγεννα ήτανε κοντά· ξεροβόρι φυσούσε άγριο τις τελευταίες μέρες. Η Χώρα έβλεπε βορινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. Η Μορφούλα έφτασε μιάν αυγή από το γιαλό με χωρίς τίποτα στο στόμα και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.
-Κοίταξε, είπε η Αμέρσα, σήμερα δεν ψάρεψε η Μορφούλα… με τέτοιον αγριόκαιρο…
-Τι θα φάνε σήμερα οι δυο τους, οι κακόμοιροι… να ‘χουνε τάχα τίποτα; Είπε η Κατερινιώ.
-Καρτέρα μια στιγμή! Είπε η Αμέρσα.
Έφυγε και γύρισε μ’ ένα φελί ψωμί σπιτίσιο.
-Ψίνα, Μορφούλα! Έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Μορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτου απ’ τις γυναίκες και νιαούρισε γλυκά. Οι δυο αυτές, αφού της ‘ρίξαν ένα κομματάκι και την καλόπιασαν, ύστερα της πέταξαν ολόκληρο το φελί. Τις κοίταξε καλά καλά η Μορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τα’ απόθεσε με προσοχή στο σκαλί απάνου και νιαούρισε. Οι δυό γυναίκες κρυφοκοίταζαν άλαλες. Άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η γρια-Λασκαρού.
-Που είσαι Μορφούλα, ψίνα… μπα, εδώ είσαι, καλή… Σήμερα τίποτα δεν έφερες; Που είναι το κυνήγι σου; Ξέρω, φυσούσε απόψε… μα τώρα τι θα φας; Εμένα δε μέλλει, κακομοίρα. Μα για σένα λέω… σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω, παλιόγατα, θα μείνεις νηστική… Μα τ’ είναι αυτό; Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου; Έκαμες καλύτερα… είχαμε τρεις μέρες ν’ αγγίξουμε ψωμί στο στόμα… Έτσι, να φέρνεις, ψιψίνα μου, καμία φορά λίγο ψωμάκι, όχι μονάχα ψάρια… και χωρίς αλάτι κιόλας, τα βαρέθηκα… Καμιά φορά και λίγο τυράκι… όχι, ακόμα είναι σαρακοστή… Έλα, πάμε μέσα τώρα, Μόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου…
Ούτε και ρώτησε που τό ‘βρε το ψωμί η Μορφούλα. Την άλλη μέρα πήγε η Κατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Άφησε και λίγο τυρί.
-Μη, της είπε η Αμέρσα, θα μας καταλάβει κι ύστερα θα τα πετάξει όλα, άμα νιώσει πως τα βάνουμε…
Η Αμέρσα φύλαγε τη θέση της εκεί συχνά, πίσω από τον τοίχο. Μια μέρα πέρασε η Μορφούλα, κρατώντας ένα ολάκερο χταπόδι ζωντανό. Την έσκιαξε τη γάτα και την έκαμε να τ’ αφήσει από το στόμα της. Έκοψε το μισό, το χτύπησε, τ’ αλάτισε και το ξανάδωσε της γάτας πάλι. Τά ‘λεγε αυτά στην Κατερινιώ κι απορούσε η ίδια.
-Ακούς, παράξενο; έλεγε. Πως μπόρεσε και το ‘πιασε; Που το ‘βρε;
-Θα το πέτυχε στη ρήχη, είπε η Κατερινιώ, και το θαλάμι του θα ‘τανε ψηλά… Ύστερα πώς να την τσακώσει τη Μορφούλα; Οι πλόκαμοί του δεν κολλούνε στο μαλλί της. Ακούς, αλήθεια κει!
-Άπιαστο πράμα!
-Ναι, καημένη, μα πως θα το φάει; Έχει και φωτιά;
-Καλά λες! είπε η Αμέρσα. Στάσου να ιδείς… αύριο τι θα κάμω…
Την άλλη μέρα απόγιομα, φυλάγανε πάλι οι δυό γυναίκες, ώσπου είδαν τη γριά να βγαίνει και να γυρίζει στο περιβόλι με τη γάτα της και να μιλεί.
-Σήμερα το κατάλαβες, Μορφούλα μου, πως δεν έχω πιά ξύλα μήτε σπίρτα και μου το ‘φερες ψημένο το χταπόδι ε; Πονηρή… καλή μου, ψίνα μου, νοικοκυρά μου εσύ, όλα τα φροντίζεις… Ξέρεις πως είναι και Σαρακοστή· μεθαύριο έχουμε Χριστούγεννα, κυρά μου… Πάμε μέσα τώρα, θα μου πείνασες λιγάκι, πάμε… κρύο κάνει. Έχουμε λίγο χταπόδι… και ψωμί… και το τυρί θα το φυλάξουμε για τη γιορτή μεθαύριο… πάμε!
Δάκρυσαν οι γυναίκες και τραβήχτηκαν ήσυχα…
Την παραμονή λησμονήσανε τη Λασκαρού, δοσμένες στις δουλειές και τις ετοιμασίες του σπιτιού τους. Το πρωί όμως τη θυμήθηκε η Αμέρσα. Μπήκε σαν κλέφτρα πρώτη φορά, ύστερ’ από χρόνια, στο περιβόλι και πήγε κι άφησε στην πόρτα της ένα κομμάτι ψωμί και τόλμησε κι ένα κοψίδι ψητό κρέας.
Μα ολημέρα, Χριστούγεννα, η Μορφούλα ανήσυχη θρηνούσε απόξω από το σπίτι. Τ’ απομεινάρια του φαγιού ήταν εκεί, σημάδι πως τά ‘χε φάει η γάτα. Τότε ανησύχησε η Αμέρσα. Κάλεσε την Κατερινιώ κι άλλες γειτόνισσες κι αποφασίσανε και χτυπήσανε στης Λασκαρούς την πόρτα. Όμως κανένας δεν τους αποκρίθηκε.

Καλά Χριστούγεννα

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Καβαφική Μελαγχολία...




Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.


Αρχικά, ο Κ. Καβάφης έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Μαχαίρι». Στη συνέχεια,
αντικατέστησε τον τίτλο αυτό με τον υπάρχοντα. Πρόκειται για έναν από τους πιο εκτενείς τίτλους των ποιημάτων του. Ο τίτλος δίνει πληροφορίες για τον αφηγητή του ποιήματος(«Ιάσωνα Κλεάνδρου ποιητού»), τη συναισθηματική κατάστασή του («Μελαγχολία»), τον τόπο («εν Κομμαγηνή») και το χρόνο («595 μ. Χ.») γραφής του ποιήματος.

• Με τη λέξη «Μελαγχολία» δηλώνεται η ψυχική κατάσταση του ποιητή, καθώς περνάνε τα χρόνια.
• Στη συνέχεια αναφέρεται ο αφηγητή. Είναι ο Ιάσων Κλεάνδρος και είναι ποιητής. Δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Αντίθετα, είναι πρόσωπο φανταστικό. Πρόκειται για ακόμα ένα από τα προσωπεία που χρησιμοποιεί ο Κ. Καβάφης στα ποιήματά του. Η ταύτιση των δύο ποιητών, του Ιάσωνα Κλεάνδρου και του Κ. Καβάφη, είναι αναπόφευκτη. Κοινά του χαρακτηριστικά είναι η ποιητική τους ιδιότητα και η ηλικία.
• Η Κομμαγηνή είναι ένα πολύπαθο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας: Ήταν
ανεξάρτητο από το 164 π.Χ. έως το 72 μ. Χ. Το 595 μ. Χ., έγινε τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και από το 638 μ. Χ. πέρασε στην κατοχή των Αράβων.
• Η ημερομηνία «595 μ.Χ.» παραπέμπει σε μια περίοδο απόλυτης παρακμής. Η
ημερομηνία συμπίπτει με τη φθορά του ποιητή. Αν παραλείψουμε το 9, μας μένει το 55, που ήταν η ηλικία του Κ. Καβάφη, όταν έγραψε το ποίημα.
Στον τίτλο υπάρχει αρχαιοπρέπεια. Βλέπουμε ότι ο Κ. Καβάφης κάνει χρήση της
γενικής ονόματος, της ομοιόπτωτης παράθεσης, ενός εμπρόθετου προσδιορισμού του
τόπου και μια χρονολογικής ένδειξης.
Με την χρήση αυτού του προσωπείου ο Κ. Καβάφης κατόρθωσε να αποστασιοποιηθεί από το θέμα που πραγματεύεται στο ποίημα και έτσι τα όσα αναφέρει σε αυτό, να αποκτήσουν αντικειμενικό χαρακτήρα και διαχρονική ισχύ. Επιπλέον, με την αναφορά του σε συγκεκριμένο πρόσωπο και τη χρήση συγκεκριμένου τοπικού και χρονικού προσδιορισμού προσέδωσε στην ποιητική του αφήγηση αληθοφάνεια.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η ενότητα: στ. 1-6. Ο αφηγητής θέτει το πρόβλημα και δηλώνει τη συναισθηματική του κατάσταση. Στη συνέχεια εκφράζει τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Τίτλος ενότητας: Η οδύνη του γήρατος και η αποστροφή στην Τέχνη της Ποίησης.
2η ενότητα: στ. 7 –9. Ο αφηγητής θέτει σε εφαρμογή τον τρόπο αντιμετώπισης του
προβλήματος που είχε εκφράσει στην προηγούμενη ενότητα. Τίτλος: Η επίκληση στην Τέχνη της Ποίησης.

ΑΝΑΛΥΣΗ  του ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
1η Ενότητα
• Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου. Έχουμε το μοτίβο των γηρατειών. Ο
αφηγητής ξεκινά με την αναφορά του στην αιτία της μελαγχολίας του, το γήρας. Το ρήμα γηράσκω, απ’ όπου παράγεται το ουσιαστικό γήρας, είναι εναρκτικό, δηλαδή σημαίνει «αρχίζω να γίνομαι γέρος». Ο αφηγητής διαπιστώνει ότι μπαίνει σε μια περίοδο της ζωής του που, καθώς θα περνά ο χρόνος, θα αλλοιώνονται η εξωτερική του εμφάνιση («τοῦ σώματος») και η ψυχική του μορφολογία («τῆς μορφῆς»)1. Ήδη, τα πρώτα σημάδια της φθοράς έχουν εμφανιστεί και αυτό είναι κάτι που του προκαλεί μελαγχολία. Κάτι για το οποίο αγωνιά ο Κ. Καβάφης είναι η φθορά, όχι ο θάνατος. Ο θάνατος αντικρίζεται σαν ένα φυσικό φαινόμενο για τον ποιητή.

• Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. Ο αφηγητής παρομοιάζει τη βίωση του γήρατος με
πληγή από μαχαίρι. Το μαχαίρι συμβολίζει το χρόνο, ο οποίος καθώς περνά από τον
ποιητή, του αφήνει τα σημάδια του. Το γήρας του προκαλεί οδύνη, που δηλώνεται με τις λέξεις: «πληγή, φρικτό, μαχαίρι». Ο αφηγητής σε αυτό το στίχο κάνει χρήση μεταφοράς και υπαλλαγής (πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι =πληγή φρικτού μαχαιριού).
Η λέξη πληγή επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία του ποιήματος, προφανώς γιατί
είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα.
• Δέν ἔχω εγκαρτέρηση καμιά. Ο αφηγητής δηλώνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ίσως γιατί γνωρίζει ότι το γήρας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η κατάσταση αυτή του είναι αφόρητη. Είναι απελπισμένος και απαρηγόρητος. Το συναισθηματικό του αδιέξοδο δηλώνεται με τις δυο αρνήσεις («Δέν, καμιά»).

• Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως. Απέναντι στη φθορά αντιπαρατάσσει την Τέχνη της Ποιήσεως. Παρατηρούμε ότι ο αφηγητής προσωποποιεί την ποίηση και αποστρέφεται σε αυτή, για να ζητήσει την βοήθειά της. «Η ποίηση είναι γι’ αυτόν μια υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με την μνημονική αναδρομή»

• Πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα… Νάρκης τοῦ άλγους δοκιμές, ἐν Φαντασία καί Λόγω. Ο αφηγητής γνωρίζει ότι η ποίηση δεν είναι πανάκεια, διότι τα γηρατειά είναι αναπόφευκτα.
Το μόνο που μπορεί να του προσφέρει η Ποίηση είναι μια προσωρινή νάρκωση,
αναλγησία, που απλώς θα τον ανακουφίσει από τον πόνο. Η εντύπωση της πρόσκαιρης θεραπείας υποβάλλεται στον αναγνώστη με τις λέξεις : «λίγο, φάρμακα, νάρκης».
Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί «ἐν Φαντασία καί Λόγω» αναφέρονται στα φάρμακα της Ποίησης. Η Φαντασία είναι που βοηθά τον ποιητή να συλλάβει την ιδέα και ο Λόγος, δηλαδή η γλώσσα, που τον βοηθά να την εκφράσει.
Νάρκης τοῦ άλγους δοκιμές: Υπερβατό. Οι δύο όροι «νάρκης» και «δοκιμές»
αποχωρίζονται συντακτικά με την παρεμβολή τοῦ άλγους και έτσι τονίζονται. νάρκη
προτάσσεται και η δοκιμή μπαίνει στο τέλος της φράσης.

2η Ενότητα.
• Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. Επανάληψη του δεύτερου στίχου. Λειτουργεί
εμφατικά, συνεκτικά, δηλαδή συνδέει τις δύο ενότητες, αλλά και ως ανακεφαλαίωση –
αιτιολογία για την επίκληση στην Τέχνη της Ποίησεως που ακολουθεί.
• Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως. Στην ενότητα αυτή, ο αφηγητής κάνοντας επίκληση στην Τέχνη της Ποιήσεως περνά στην πραγματοποίηση του τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος. Αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσα στην αποστροφή και την επίκληση. Με την επίκληση δηλαδή, πραγματοποιείται ό,τι καταγράφτηκε ως βέβαιη λύση με την αποστροφή. Ουσιαστικά, ο ποιητής στρέφεται προς τον εαυτό του και την ποίηση. Η Προστακτική «φέρε» εκφράζει την επιτακτική ανάγκη να δράσει η ποίηση στον αφηγητή.
• Πού κάμνουνε – γιά λίγο – νά μή νοιώθεται ἡ πληγή. Ο ποιητής επαναλαμβάνει πάλι την έννοια του «κάπως» της πρώτης ενότητας. Γνωρίζει ότι η αναλγησία που θα του προσφέρει η ποίηση είναι πρόσκαιρη, μόνο όσο διαρκεί η σύνθεση του ποιήματος.

Από το βιβλίο του καθηγητή και το διδακτικό εγχειρίδιο

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ένα εκπαιδευτικό βιβλίο για παιδιά!

 Ο Γιώργος Μουμουζιάς μετά τα δύο βιβλία του  ("Με καμπάνα παντελόνι" και "το δικό μας 2ο") για ενήλικες, αποφάσισε να εξωτερικεύσει το παιδί που κρύβει μέσα του, δίνοντάς μας ένα σπουδαίο παιδικό βιβλίο-εκπαιδευτικό μέσο. Καλοτάξιδο!


Ο εκδοτικός οργανισμός Βάρφη σας προσκαλεί στη μουσικοθεατρική εκδήλωση παρουσίασης του παιδικού βιβλίου – CD «Η χήνα η Πιπίνα», σε κείμενα του Γιώργου Μουμουζιά και μουσική Γιώτας Τσόκα.
Τραγουδούν: Δημήτρης Νικολούδης, Δημήτρης Πρατσινάκης, Γεωργία Τέντα.
Παρουσιάζουν: Η δημοσιογράφος Μάρνη Χατζηεμμανουήλ, η ηθοποιός Μαρίνα Αντωνοπούλου και ο συγγραφέας.
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013, 12μ., στο κινηματοθέατρο «Αλέξανδρος», Εθν. Αμύνης 1.

Η Πιπίνα είναι μια χήνα κάπως διαφορετική από τις άλλες. Πιστεύει πως βρίσκεται σε ηλικία ώριμη για γάμο, αλλά δεν θέλει οποιονδήποτε γαμπρό. Παίρνει, έτσι, την απόφαση να πάρει τους δρόμους και να γυρίσει την Ελλάδα, μέχρι να βρει τον πιο κατάλληλο γι’ αυτήν. Από την Αττική στη Μακεδονία, από τη Θεσσαλία στη Φθιώτιδα και από την Εύβοια στις Κυκλάδες, θα κάνει ένα ταξίδι μακρύ, δύσκολο μα συνάμα όμορφο και γεμάτο εκπλήξεις.
Με τη συμμετοχή πολλών και ξεχωριστών καλλιτεχνών, όπως ο Κώστας Βουτσάς, ο Αλμπέρτο Εσκενάζη, ο Στάθης Παναγιωτόπουλος κ.α.


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Προτεινόμενο διαγώνισμα στο Όνειρο στο κύμα του Αλ. Παπαδιαμάντη


Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
“Όνειρο στο Κύμα”
Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή του, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν: Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!”
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμωκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετοίχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια. Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, όπου ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχεία. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α. Ποια είναι τα βασικά θέματα-μοτίβα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη; Να αναφερθείτε με στοιχεία από το απόσπασμα αν τα εντοπίζετε αυτά στο “Όνειρο στο Κύμα”.
     ΜΟΝΑΔΕΣ 15

Β1.α.Ποιες γλωσσικές ποικιλίες διακρίνετε στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και πώς δικαιολογούνται;
ΜΟΝΑΔΕΣ 8

Β1.β. Να εντοπίσετε στο απόσπασμα τα στοιχεία που επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε το διήγημα ως ηθογραφικό.
ΜΟΝΑΔΕΣ 12

Β2.Πώς παρουσιάζεται η σχέση του αφηγητή με τη φύση και πώς αυτή   
      επηρεάζει την ψυχική του διάθεση;
ΜΟΝΑΔΕΣ 20

Γ. Σε δύο παραγράφους 150-180 λέξεων να σχολιάσετε την προσωπικότητα του κυρ Μόσχου και να εξηγήσετε από πού προκύπτει ότι ήταν “λίαν ιδιότροπος”.
ΜΟΝΑΔΕΣ 25

Δ. Να συγκρίνετε την περιγραφή της νύφης στο “Άσμα Ασμάτων” που ακολουθεί με την περιγραφή της Μοσχούλας στο “Όνειρο στο Κύμα”.
ΜΟΝΑΔΕΣ 20



                                “Άσμα Ασμάτων”

Όμορφη που είσαι αγαπημένη,
όμορφη που είσαι.
Τα μάτια σου είναι περιστέρια
μες απ’ το πέπλο σου.
Η κόμη σου είναι κοπάδι γίδια
που ροβολούν απ΄ το Γαλαιάδ.
Τα δόντια σου είναι προβατίνες κουρεμένες
που ανέβηκαν απ΄ το λουτρό,
όλες με δίδυμα,
δεν είναι στέρφα ανάμεσό τους.
Ωσάν την κόκκινη κλωστή τα χείλια σου
κι είναι γλυκιά η λαλιά σου·
σαν τη σκελίδα του ροδιού το μάγουλό σου
μες απ’ το πέπλο σου.