Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2012

1. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2012 ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΓΕΛ)


ΔΕΥΤΕΡΑ 21 - 5 - 2012

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ



ΤΕΤΑΡΤΗ 23 - 5 - 2012

-ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

-ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
-ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

-ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 - 5 - 2012
-ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ


-ΦΥΣΙΚΗ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ


ΔΕΥΤΕΡΑ 28 - 5 - 2012

-ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
-ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ

ΤΕΤΑΡΤΗ 30 - 5 - 2012

-ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
-ΒΙΟΛΟΓΙΑ
-ΧΗΜΕΙΑ – ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ
-ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1 - 6 - 2012
-ΛΑΤΙΝΙΚΑ
-ΧΗΜΕΙΑ
-ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΑ
-ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΤΡΙΤΗ 5 - 6 - 2012

-ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ


Ως ώρα έναρξης εξέτασης ορίζεται η 08:30 π.μ., κοινή για τους υποψηφίους ημερησίων και εσπερινών Λυκείων.

Οι υποψήφιοι πρέπει να προσέρχονται στις αίθουσες εξέτασης μέχρι τις 08.00 π.μ.

Η διάρκεια εξέτασης κάθε μαθήματος είναι τρεις (3) ώρες.





Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: λόγων τε ρητήρ, έργων τε πρηκτήρ

Αυτά έλεγε το 1979 αυτά έπραξε το 2012. Δείγμα συνέπειας ή αντικομφορμιστική συμπεριφορά; Ο καθένας ας συναγάγει τα συμπεράσματά του, προηγουμένως όμως αξίζει να διαβάσουμε τα αυτοβιογραφικά του κείμενα με τίτλο "Θεσσαλονίκη ου μ' εθέσπισεν..." από τις εκδόσεις Ιανός.


Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι.
Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας
Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων. Σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το χέρι τους για παραδάκι. Οι χορηγίες μεγαλώνουν την μανία μας για διακρίσεις και τη δίψα μας για λεφτά· ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.
Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. Προτιμώ να πεθάνω στην ψάθα, παρά να αρμέγω το υπουργείο -κι ας με άρμεξε το κράτος μια ολόκληρη ζωή. Γιατί να με ταΐζει το Δημόσιο επειδή έγραψα μερικά ποιήματα; Και γιατί να αφήσω το Κράτος να χωθεί ακόμη περισσότερο στη ζωή μου;
Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι σε διαρκή αντιδικία μαζί του. Ποτέ μου δεν πάτησα σε υπουργείο και το καυχιέμαι. Η μόνη μου εξάρτηση από το κράτος είναι η εφορεία, που με γδέρνει.
Είμαι εναντίον των εφημερίδων. Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλλουν ημετέρους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους. Όλα τα μαγειρεύουν, όπως αυτές θέλουν. Δεξιές, αριστερές, κεντρώες -όλες το ίδιο σκατό.
Είμαι εναντίον των κλικών. Προωθούν τους δικούς τους· τους άλλους, όλους τους θάβουν. Όποιοι δεν τους παραδέχονται, καρατομούνται. Κυριαρχούν οι γλύφτηδες και οι τζουτζέδες. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια.
Είμαι εναντίον των κουλτουριάρηδων. Όλα τ’ αμφισβήτησαν, εκτός από τις τρίχες τους. Τους έχω μάθει για καλά. Xαλνούν τον κόσμο με την κριτική τους. Όλους τους βγάζουν σκάρτους και πουλημένους. Και μόλις πάρουν το πτυχίο, αμέσως διορίζονται στα υπουργεία· από παντού βυζαίνουν και ο ιδεαλισμός τους ξεφουσκώνει μέσ’ στα βολέματα του κατεστημένου.
Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση και αν μας την πασέρνουν. Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.
Είμαι, προπάντων, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο· φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετάμε το τσιγάρο μας στον δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα;…
Περιοδικό «Διαγώνιος» (Τεύχος 1, Ιανουάριος-Απρίλιος, 1979) ΠΗΓΗ



Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

DEBATE: Αρχαία Ελληνικά από το πρωτότυπο ή από μετάφραση;

Με αφορμή τη συνέντευξη του Εμμανουήλ Κριαρά στην Ελευθεροτυπία , μετά την τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2006, δημιουργήσαμε τις συνθήκες ώστε να ξεκινήσει ένας αγώνας επιχειρηματολογίας αναφορικά με τη χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο και τη μετάφραση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι δύο ομάδες, μέσω των εκπροσώπων τους, ανέπτυξαν τη συλλογιστική τους, ενώ μια τρίτη ομάδα έκρινε την πειστικότητα των επιχειρημάτων. Παρακάτω παρουσιάζονται οι διιστάμενες απόψεις:

Α΄άποψη : Αρχαία από το πρωτότυπο, ομιλητής Ανέστης Περόντσης Α3

Στο σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα διακρίνεται μια γενικότερη σύγχυση, παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες για αλλαγές στον τομέα αυτό. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι μαθητές δεν προετοιμάζονται κατάλληλα για την μετάβαση στη δευτεροβάθμια. Έρχονται αντιμέτωποι με νέα μαθήματα και νέο τρόπο διδασκαλίας και εξέτασης των μαθημάτων, χωρίς να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και καταρτισμένοι.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, με τα οποία έρχονται σε επαφή για πρώτη φορά οι μαθητές της Α΄ γυμνασίου. Είναι κάτι ξένο για αυτούς, και είναι υποχρεωμένοι να μάθουν το συντακτικό, το λεξιλόγιο και την γραμματική της γλώσσας αυτής χωρίς να γνωρίζουν καλά τα νέα ελληνικά.

Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται βέβαια η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών απ’ το πρωτότυπο άλλα και από μεταφρασμένο στα νέα ελληνικά κείμενο. Θα εκφράσω την προτίμηση μου στο πρωτότυπο κείμενο των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.

Η άμεση επαφή με τα πρωτότυπα κείμενα μας δίνει την δυνατότητα να γνωρίσουμε ένα νέο γλωσσικό κόσμο. Μαθαίνοντας τους αρχαιοελληνικούς τύπους της γραμματικής και του συντακτικού διαπιστώνουμε τον πλούτο και την ομορφιά της αρχαίας ελληνικής. Η γλώσσα αντικατοπτρίζει τον πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα, τις αντιλήψεις, τη φιλοσοφία ενός έθνους. Προσεγγίζοντας δηλαδή την αρχαία ελληνική γλώσσα μαθαίνουμε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και την ιστορία του τόπου μας. Το μάθημα των αρχαίων ελληνικών απ’ το πρωτότυπο είναι ενδιαφέρον, διότι κινητοποιεί τη σκέψη μας και διευρύνει τους πνευματικούς και γλωσσικούς μας ορίζοντες.

Ωστόσο δεν αμφισβητώ την αξία της διδασκαλίας του μεταφρασμένου κειμένου. Η μετάφραση άλλωστε μας βοηθά όταν έχουμε παράλληλα και το πρωτότυπο κείμενο να εντοπίσουμε τις αντιστοιχίες και τις ομοιότητες μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών. Συνειδητοποιούμε με τον τρόπο αυτό ότι η γλώσσα μας είναι ενιαία. Επιπλέον το περιεχόμενο ενός μεταφρασμένου στα νέα ελληνικά κειμένου γίνεται ευκολότερα αντιληπτό απ’ τους μαθητές. Επομένως αφομοιώνουν καλύτερα τις ιδέες του και ασχολούνται περισσότερο με την ερμηνεία του παρά με τη συντακτική και γραμματική ανάλυση.

Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών δεν πρέπει να εκλείψει απ’ το εκπαιδευτικό σύστημα, διότι είναι αναγκαίο να γίνει συνείδηση των μαθητών ότι τα νέα ελληνικά είναι η συνέχεια των αρχαίων ελληνικών. Αποτελούν δηλαδή ένα στάδιο της εξελικτικής πορείας της γλώσσας μας. Για τον λόγο αυτό θα ήταν προτιμότερο να γίνεται παράλληλα η διδασκαλία του πρωτότυπου και του μεταφρασμένου κειμένου.

Β΄άποψη : Αρχαία Ελληνικά από μετάφραση, ομιλήτρια Μαρία Παπαντωνίου Α3
Με την μετάβαση μας από το δημοτικό στο γυμνάσιο ήρθαμε αντιμέτωποι με πολλές αλλαγές . Ανάμεσα σ’αυτές ήταν και τα νέα μαθήματα που προστέθηκαν στο ημερήσιο σχολικό πρόγραμμα όπως τα αρχαία από μετάφραση η διαφορετικά Οδύσσεια, Ιλιαδα, Ελένη, και τα αρχαία από πρωτότυπο.


Είναι σίγουρο πως όποιος μαθητής και αν ερωτηθεί ποιο θα επέλεγε ως το ποιο ενδιαφέρον η απάντηση θα ήταν τα Αρχαία από μετάφραση. Αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή τα Αρχαία είναι ένα μάθημα που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τρόπο διδασκαλίας ,κάπως μονότονο αφού επαναλαμβάνεται η ίδια διδασκαλία σε κάθε διδακτική του ώρα. Σε αντίθεση με τα Αρχαία από μετάφραση τα οποία αφήνουν περιθώρια ζήτησης συνεργασίας των μαθητών, ομαδικών εργασιών και σαφώς πιο ενδιαφέροντα από την παραδοσιακή εξέταση και παράδοση του παρακάτω μαθήματος από τον καθηγητή.

Παράλληλα ,μια ακόμη διάφορα που κάνει τα Αρχαία από μετάφραση πιο ενδιαφέροντα είναι το περιεχόμενο του μαθήματος, από την μια έχουμε μια ιστορία, ένα παραμύθι με περιπέτεια ,αγονία για την συνεχεία ,ενδιαφέρον για να ανακαλύψουμε τον χαρακτήρα των ηρώων ,να μπούμε στη θέση τους και να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν, Από την άλλη έχουμε την αποστήθιση γραμματικής συντακτικού, την λύση ασκήσεων, την μελέτη και την μετάφραση του κειμένου Αυτό είναι και το βασικότερο πλεονέκτημα που κάνει τα Αρχαία από μετάφραση πιο αγαπητά στους μαθητές.

Συγχρόνως, ένα ακόμη σημαντικό σημείο που θα έπρεπε να υπογραμμιστεί είναι η γλώσσα του κάθε μαθήματος. Τα αρχαία από το πρωτότυπο κακός φέρει αυτή την ονομασία καθώς η γλώσσα των κειμένων τους κάθε άλλο παρά Αρχαία είναι. έτσι αυτό αντί να βοηθήσει τους μαθητές στην κατανόηση της νέας ελληνικής τους μπερδεύει ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα να ξεχνούν και αυτά που ήδη ξέρουν και να επικρατεί μια σύγχυση στο κεφάλι τους. Από την άλλη τα Αρχαία από μετάφραση δεν δημιουργούν κανένα απολύτως πρόβλημα στους μαθητές καθώς εργάζονται πάνω στη νέα ελληνική και ίσος αυτό βοηθά περισσότερο στο να κατανοήσουν και το περιεχόμενο των κειμένων καθώς επίσης και τη συνοχή της ιστορίας.

Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι ότι με τον ένα η τον άλλο τρόπο και τα δυο μαθήματα προσφέρουν αρκετά πράγματα, αρκετές γνώσεις, σε άλλους λιγότερες , σε άλλους περισσότερες το σημαντικότερο είναι πως μας έμαθαν να εκτιμάμε τη γλώσσα μας και να προσπαθούμε συνεχώς να ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερες πτυχές του πλούτου της.

Όλα όσα προανέφερα θεμελιώνουν το συμπέρασμα ότι για τους περισσότερους μαθητές τα Αρχαία από μετάφραση είναι πιο ενδιαφέρον μάθημα από τα Αρχαία από το πρωτότυπο . Παρολες τις διαφορές, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα και των δυο μαθημάτων όμως και τα δυο διδάσκονται για να έρθουμε σε επαφή και να γνωρίσουμε την νεοελληνική γλώσσα, Γι’αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλώσσα είναι κιβωτός πολιτισμού και χρέος όλων μας είναι να την προστατεύουμε και να βοηθάμε στην εξέλιξη της.


Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

«Η τόλμη του Καβάφη και οι προκαταλήψεις για το έργο του»

Στο άκουσμα του ονόματος του Καβάφη μέσα στην τάξη, διατυπώθηκαν τα πρώτα σχόλια της φημολογούμενης ερωτικής του ανορθοδοξίας. Ο Καβάφης όμως είναι ένας Ποιητής που πολιτογραφήθηκε στων Ιδεών την πόλη με διαβατήριο την ποιότητα και τη μοναδικότητα του ποιητικού έργου του! Ας μην υιοθετούμε, επομένως, ήθη και πρακτικές πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών. Το παρακάτω άρθρο μάς βοηθάει να ξεφύγουμε από τη σύγχυση και την τύρβη της λαϊκίζουσας καθημερινότητάς μας.


«Η τόλμη του Καβάφη και οι προκαταλήψεις για το έργο του»

Η εποχή που ο Κ. Π. Καβάφης κινδύνευε από τις επικρίσεις και τις λοιδορίες των πολεμίων του παρήλθε ανεπιστρεπτί και ο ποιητής έχει πολιτογραφηθεί στην εκλεκτή χορεία των δημιουργών που κινδυνεύουν μόνο από τους θαυμαστές και τους υποστηρικτές τους. Ακριβώς η ανεπιφύλακτη αποδοχή του ως μείζονος ποιητή παγιώνει στην αναγνωστική μας συνείδηση όλες τις προκαταλήψεις όσες έχουμε εκθρέψει κατά την αναστροφή μας με το έργο του: αν είχαμε λ.χ. την εντύπωση ότι ο Καβάφης είναι «τολμηρός» επειδή παρουσιάζει τον «ανορθόδοξο έρωτα» στην ποίησή του, η καθολική του αναγνώριση μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι σωστά τον τιμούμε για την ερωτική του κυρίως «τόλμη» (η οποία κατά κανόνα συσκοτίζει την ποιητική).
Ασφαλώς είναι δύσκολο να διακριβώσουμε τα γνωρίσματα που αναγορεύουν σε μείζονα ένα ποιητή, μπορούμε όμως να εντοπίσουμε μερικά από εκείνα που είτε δεν ισχύουν διόλου είτε ισχύουν, αλλά δεν συνιστούν την ικανή συνθήκη για την αποτίμηση του ποιητή ως μείζονος. Πολλοί αναγνώστες προκρίνουν τον Καβάφη επειδή τα ποιήματά του είναι και λίγα και ολιγόστιχα. Όποιος ωστόσο θαυμάζει αυτά, ενώ αποστρέφεται την «πολυλογία» λ.χ. του Βαλαωρίτη, δεν προσλαμβάνει σωστά μήτε την άψογη λακωνικότητα του ενός μήτε τους πετυχημένους πλατειασμούς του άλλου. Και υπό τύπο ερώτησης, κατ’ αντιδιαστολή προς ποιον πολυγράφο ποιητή απολαμβάνουμε τον ολιγογράφο Καβάφη; Είτε ξέρουμε να απολαύσουμε και τον Βαλαωρίτη και τον Καβάφη είτε ξεμένουμε στην πτωχευμένη απόλαυση του ενός μόνο από τους δύο.

Η λιτότητα του ύφους

Ο Καβάφης επαινείται για τη «λιτότητα» του ύφους. Αν με τον όρο εννοούμε ότι το ποιητικό αποτέλεσμα το επιτυγχάνει με τα πιο οικονομημένα μέσα, τότε περιττολογούμε, καθώς είναι απαράβατο γνώρισμα της ποίησης να εκφέρει τον οικονομημένο λόγο: ο στίχος του Παλαμά «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με λιγότερα ούτε με φτωχότερα λόγια για το ίδιο ποιητικό νόημα. Αν όμως με τη «λιτότητα» εννοούμε ότι ο Καβάφης αποφεύγει τα σχήματα λόγου και τον στολισμό του ύφους, τότε δεν έχουμε προσέξει ότι η ποίησή του περιέχει και διακοσμήσεις και περιφράσεις και άλλα ρητορικά σχήματα. Παρ’ όλα αυτά, η γενική εντύπωση είναι ότι το Καβαφικό ύφος είναι λιτό ενώ του Παλαμά διακοσμημένο. Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι ο Καβάφης δημιουργεί πάνω στους καθημερινούς τόνους ομιλίας και έτσι πολλά από τα σχήματα της ποίησής του είναι, λόγω κοινοχρησίας, αδρανή, οπότε τα προσλαμβάνουμε ως «φυσικό, λιτό λόγο» και όχι ως ρητορικά. Η εντύπωση της λιτότητας προκύπτει, εξάλλου, πάντοτε, όταν ο στίχος είναι πολύ καλός ή άψογος, ενώ την αίσθηση ορισμένου περισσεύματος ― μιας αργοπορίας στη διατύπωση ― μας τη δίνει το δίστιχο του Γ. Σεφέρη «τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια» («Μυθιστόρημα», Α´), μολονότι γράφτηκε με προγραμματική αξίωση λιτότητας. Εδώ το μπόσικο οφείλεται στη δυσκολία να συσχετίσουμε τις δύο βασικές σημασίες: ή «περιμέναμε» ή ήμασταν «προσηλωμένοι» ― οι δύο ενέργειες μαζί σπανίως συμβαίνουν.

Ορισμένοι αποδίδουν τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στην ιστορική διάσταση της ποίησής του, μολονότι λ.χ. η Φλογέρα του Βασιλιά ή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά ανατρέχουν σε ευρύτερα πεδία της ιστορίας (και του ελληνισμού). Αλλά ο Παλαμάς καλπάζει στο οριζόντιο επίπεδο, ενώ ο Καβάφης ποντίζεται στην ιστορία με τρόπο ουσιαστικό, θα αντιτείνουν. Θυμίζω ότι ο Έλιοτ χαρακτηρίζει «κατακόρυφο» τον Σαίξπηρ και «οριζόντιο» ποιητή τον Δάντη και συνεπώς οι δύο διαστάσεις είναι τουλάχιστον ισότιμες· το βάθος δεν είναι ανώτερο από την επιφάνεια. Το ότι ο Καβάφης είναι ιστορικώς εμβριθέστατος δεν πρέπει να μας παρασύρει στην άποψη πως, γι’ αυτόν τον λόγο, είναι και ανώτερος ποιητής από τον επίπεδο και πλατειαστικό Παλαμά.

Άλλοι πάλι αναγνώστες, εθισμένοι στη φιλολογία για τον Διονύσιο Σολωμό και προεξοφλώντας (ορθά, εν πολλοίς) ότι η γλώσσα είναι η βασική συνιστώσα του ποιητικού μεγαλείου, υπερτονίζουν τη λόγια προέλευση των «εκλεκτών» λέξεων της Καβαφικής ποίησης και την εντυπωσιακή, για τα φιλολογικά δεδομένα της εποχής, πρόσμειξή τους με τις λέξεις της καθομιλουμένης. Τονίζω ότι το λεξιλόγιο του Καβάφη δεν παρουσιάζει μήτε την ποσότητα μήτε το εύρος μήτε την ποικιλία ώστε να χαρακτηρισθεί μείζον (ενώ μείζον είναι το λεξιλόγιο λ.χ. του Σικελιανού). Στο ερώτημα πώς συμβαίνει να αναγορεύουμε σε μείζονα έναν ποιητή που δεν διαθέτει μείζον λεξιλόγιο, μια απάντηση είναι ότι στη θέση της λεξιλογικής ευρύτητας ο Καβάφης έταξε το μέγιστο παιχνίδι των σημασιολογικών αποχρώσεων. Στο δημοφιλές ποίημα (που έφθασε να απαγγελθεί ακόμη και στον τάφο της Τζάκι Κένεντι) ο ποιητής ομιλεί για τον «πηγαιμό στην Ιθάκη», για το «φθάσιμον εκεί», για «βγάλσιμο στο δρόμο» προς την Ιθάκη, για «άραγμα στο νησί» ― και ωστόσο από κανένα στίχο του περιώνυμου ποιήματος δεν συνάγεται ότι ο ήρωας είναι Ιθακήσιος που παλιννοστεί και όχι κάποιος που πρόκειται να ταξιδέψει, για πρώτη ίσως φορά, στην Ιθάκη.

Η ερωτική του τόλμη

Το Καβαφικό διφορούμενο μας παρασέρνει εξάλλου και στα ερωτικά ποιήματα. Στο «Θέατρον της Σιδώνος» ο «προ πάντων ευειδής» έφηβος είναι, κατά τη λαμπρή διατύπωση, «ποικίλως αρεστός» ― όπου το ομοφυλοφιλικό υπονοούμενο του επιρρήματος τονίζεται ή λανθάνει αναλόγως με την αναγνωστική μας προαίρεση. Και δεν είναι λίγα τα ποιήματα του Καβάφη που έχουν πιστωθεί στην ομοφυλοφιλική τάση χωρίς, ωστόσο, να παρέχουν αδιαμφισβήτητες ενδείξεις: ο ποιητής είναι απαράμιλλος στις σημασιολογικές αποκρύψεις, παραλλαγές και διαφοροποιήσεις. Αφού λοιπόν έχουμε εντοπίσει τη ρητή και τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία σε βαθμό υπερβολής, είναι καιρός να ανιχνεύσουμε και τη δυνητική αμφιφυλοφιλία στην ποίηση του Αλεξανδρινού, σε ποιήματα όπως το «Μέσα στα Καπηλειά»: «Το μόνο που με σώζει / σαν ομορφιά διαρκής, σαν άρωμα που επάνω / στην σάρκα μου έχει μείνει, είναι που είχα δυο χρόνια / δικό μου τον Ταμίδη, τον πιο εξαίσιο νέο, / δικό μου όχι για σπίτι ή για έπαυλη στον Νείλο». Σύμφωνοι, από το Καβαφικό περικείμενο ομιλεί άρρην για άρρενα, αλλά ποιος στίχος του συγκεκριμένου ποιήματος θα εμπόδιζε να εικάσουμε θήλυ τον αφηγητή;

Όσοι θέλουμε να απολαύσουμε την ερωτική «τόλμη» του ποιητή, αυτή υπάρχει και σε υπερθετικό κιόλας βαθμό, όχι όμως στην ομοφυλοφιλική θεματική όσο σε άλλα μοτίβα ερωτικά. Ο Γ.Π. Σαββίδης το έχει επισημάνει ότι οι στίχοι «Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα, / η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους, / δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν / απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου» είναι από τους τολμηρότερους στη νεοελληνική ποίηση ― χώρια η εκφραστική τόλμη του τίτλου: «Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών». Συγκριτικά με στίχους σαν κι αυτούς, η θρυλούμενη ομοφυλοφιλική τόλμη του Καβάφη μοιάζει κοινότοπη σύμβαση.

Αν έχουμε προκρίνει τον Καβάφη για τη «φιλοσοφική» διάσταση της ποίησής του, θα ήταν προτιμότερο να ικανοποιήσουμε τη φιλοσοφική μας όρεξη προστρέχοντας στη Ζωή Καρέλλη ή στον Τάκη Παπατσώνη (δεν διαθέτει η γραμματεία μας πολλούς του είδους), καθώς ο «φιλοσοφικός Καβάφης» πραγματεύεται με θυμόσοφη διάθεση κάποια ψήγματα και όχι μια φιλοσοφία καθεαυτήν. «Φιλοσοφικός» ποιητής είναι ο Δάντης ή ο Τ. Σ. Έλιοτ και «σοφός» ποιητής είναι ο Γκαίτε, εφόσον αποδώσουμε στους όρους το βάρος του περιεχομένου τους. Ο Αλεξανδρινός αρθρώνει τα ποιήματά του με αντιθέσεις λογικές, ρητές («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης») ή εννοούμενες («Ηδονή») και νοήματα πάντοτε απλά. Σύνθετη ωστόσο, διαλεκτική δηλαδή και ειρωνική, είναι η εκφορά των νοημάτων. Στην ιδεολογικά φορτισμένη δεκαετία του 1970 είχα συζητήσει μια φορά με τον καθηγητή Κώστα Βεργόπουλο για τον Καβάφη, οπότε μου έδωσε ένα χαρακτηρισμό που εκείνος δεν θα τον θυμάται: ο ποιητής Καβάφης είναι μαχητής. Τούτο είναι διαφωτιστικό και δεν αφορά μόνο τα εμφανώς μαχητικά ποιήματα όπως το περίφημο «Στα 200 π.Χ.»: ακόμη και στο πολύ γνωστό ποίημα «Η πόλις» ο ποιητής μάχεται την αυταπάτη ότι αρκεί να φύγεις σε άλλη πόλη για να σωθείς από τα «ερείπια της ζωής» που σε πλακώνουν στον τόπο της διαμονής σου. «Φιλοσοφική» επομένως δεν είναι η καβαφική ποίηση, είναι όμως μαχητική: ειρωνική και ρητορική.

Αναπόφευκτες συγκρίσεις

Αξιοπρόσεκτη είναι μια παλαιότερη επιφύλαξη ενός από τους πιο αφοσιωμένους αναγνώστες του Αλεξανδρινού, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που διαπιστώνει ότι στον Καβάφη δεν συναντούμε την έλλαμψη της ποιητικής μεγαλοφυΐας: «Μέσα από το έργο του Καβάφη περνά αυτό που λέμε “ρίγος της μεγαλοφυΐας”, αυτό το τρομερό ρίγος που το αισθανόμαστε και σε πολύ κατώτερους σε ολοκλήρωση έργου ποιητές και που διατρυπά ξάφνου τον αναγνώστη σαν ξίφος και τον καθηλώνει ― ή απλώς το κυριαρχικό αίσθημα που νιώθουμε διαβάζοντας τους στίχους του είναι ο θαυμασμός για την άρτια, καίρια και αμίμητη εκφραστική ή μια άκρως λεπτή έως έντονα οδυνηρή συγκίνηση διανοητικού τύπου που μόλις ψαύει τα κράσπεδα της καρδιάς;» (Υπέρ και Κατά. Σημειώσεις Κριτικής, σελ. 76). Τέτοιο ρίγος συναντούμε, κατά τον Αναγνωστάκη, στους στίχους του Κάλβου, του Μαγιακόβσκι, του Ρεμπό. Παραθέτω στίχο με την καθήλωση που νομίζω ότι αναζητεί ο Αναγνωστάκης: «Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη, αλίμονο! Και διάβασα όλα τα βιβλία» (Μαλαρμέ, μετ. Αλ. Ζήρας). Το Μαλαρμεϊκό ρίγος προκύπτει εδώ από την ιδέα και όχι από τις λέξεις του στίχου (ανεξάρτητα από όσα υποστηρίζει ο μέγας Γάλλος για την αξία των λέξεων στην ποίηση). Ο Καβάφης στράτευσε ωστόσο την ιδιοφυΐα του στον τρόπο της ποιητικής διαπραγμάτευσης αφενός (δραματική δομή) και προπαντός στις έξοχες λεκτικές συνάψεις («θεωρία και μελέτη», «στα μπάνια, και στην παραλία», «προσκυνητά, πάνσεπτα δώματα»). Η λεκτική ιδιοφυΐα του Καβάφη δεν κεραυνοβολεί άνωθεν, όπως του Μαγιακόβσκι, παρά έχει μια λάμψη εγκόσμιας ρητορικής (με την καλύτερη σημασία του όρου: «Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη»). Οι λεκτικές συνάψεις παρέχουν το έδαφος για να χαρούμε την ιδιοφυΐα του· σ’ αυτόν τον τομέα ο Αλεξανδρινός υπερτερεί και θα υπερτερεί.

Στους κινηματογραφικούς κύκλους κυκλοφορεί η άποψη ότι «αν η ζωή σου δεν αξίζει να γυριστεί ταινία, σημαίνει πως μάταια έζησες». Κατά τους δικούς μου υπολογισμούς, όταν η ζωή ενός ανθρώπου εμπνέει πολύ για να γυριστεί σε ταινία, σημαίνει ότι δεν ήταν δική του παρά αλλότρια και υποχείρια στις περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, η «τακτοποιημένη και πεζή» ζωή του Καβάφη «τέτοια θεαματικά και φοβερά», που να ικανοποιούν την επιθυμία μας για μυθοποίηση του βίου, «δεν έχει» ― και όσα είχε δεν ξεπερνούν τις κοινές φουρτούνες της συνήθους υπαλληλικής ζωής. Μάταια λοιπόν θα γυρεύαμε τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στη βιογραφία του· το εξαιρετικό στην περίπτωση, έγκειται ακριβώς στο ότι δεν υπάρχουν καταπληκτικά γεγονότα ζωής που να προαλείφουν τη μεγαλοσύνη της ποίησής του. Το μόνο μεγαλείο ζωής που κέκτηται ο Καβάφης, εκείνο που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο, ήταν η συνταρακτική υποταγή της ζωής στην «ποιητική εργασία» του επί 30 και πλέον συναπτά έτη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό και προσπαθεί να βρει μια μυστικοπαθή εξήγηση του Καβαφικού μεγαλείου, ρέπει στα θαύματα επειδή, πράγματι, είναι οδυνηρό να παραδεχθούμε ότι ένας απλός γραφέας με κοινές εμπειρίες ζωής, που σχεδόν ποτέ δεν μετακινήθηκε από τη θέση και την πόλη του, κατόρθωσε να γράψει υψηλή ποίηση, τη στιγμή που εμείς οι άλλοι διασχίσαμε ωκεανούς υδάτων και εμπειριών. ― Μα πότε παρατηρείτε τη ζωή, μετρ, με τόσες ώρες και τόσα πολλά που γράφετε; είχαν ρωτήσει τον Μπαλζάκ. ― Α, δεν ευκαιρώ να παρατηρώ. Εγώ γράφω! απάντησε ο Γάλλος μυθιστοριογράφος.

Καταλαβαίνουμε καλύτερα τον Καβάφη συγκριτικά: όταν ακούμε από την άλλη όχθη τον Παλαμά να πασχίζει να εμψυχώσει τον ξεπερασμένο (από την κοινωνική εξέλιξη) ρόλο του βάρδου, υψωνόμενος όσο μπορούσε πάνω από τις βιοτικές περιστάσεις και τραγουδώντας μόνο με τη γλώσσα της παράδοσης, όσο αυτή μπορούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Και τον Καβάφη να αντλεί υλικό έξω από την ποιητική γλώσσα και να είναι (μαζί με τον Καρυωτάκη, που άντεξε «ως τα μισά») όχι ο υψιπέτης ταγός, παρά ο γειωμένος (συχνά και «σαν νεκρός θαμμένος») μισθωτός που δουλεύει με τους τόνους της υπαλληλικής και της αγοραίας γλώσσας, αναχωνεύοντας εκεί μέσα την εμπειρία της «τακτοποιημένης και πεζής» ζωής του (με τα «ινδάλματα της ηδονής» της). Χωρίς την κατ’ αντιδιαστολήν «αφόρητη πολυτομία» του Παλαμά, θα διαμορφωνόταν ένας Καβάφης διαφορετικός από αυτόν που έχουμε.

Και συνοψίζοντας, ο Καβάφης είναι πολύ μεγάλος ποιητής για να χωρέσει στις προκαταλήψεις που δικαιολογημένα έχουμε διαμορφώσει όσοι αναγνώστες αναστρεφόμαστε πολλά χρόνια με το έργο του: εμείς επιζητούμε τη γρηγορότερη, ετικεταρισμένη απόλαυση. Και εξάλλου οι προκαταλήψεις μας είναι, μερικές φορές, γόνιμες και ενδιαφέρουσες.

Mίμης Σουλιώτης

Tο Bήμα/Nέες Eποχές, 19 Mαρτίου 2000 και Σκόρπια. Mελετήματα, άρθρα και ποικίλα, Tυπωθήτω, 2000

















Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Ο δρόμος μου περνούσε από τα σχολεία

Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1995. Ολόκληρη η ζωή της συγγραφέως, τριάντα τρία χρόνια Φιλόλογος Καθηγήτρια στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση: Μέτσοβο - Άγναντα - Τσεπέλοβο - Αμφίκλεια - Άγιος Γεώργιος Τυμφρηστού - Ελάτεια Φθιώτιδας - Μετεκπαίδευση - Αγία Παρασκευή (Αθήνα) - Δυτική Γερμανία. Η ζωή της στην επαρχία, τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, η μουσική της εποχής -με κυρίαρχη μορφή τον Μίκη Θεοδωράκη- τα βιβλία που διάβαζε και τα έδινε και στους μαθητές της... "Παρελαύνουν" οι άνθρωποι του χωριού, οι Καθηγητές, οι μαθητές -όλοι με τα πραγματικά τους ονόματα- ο κινηματογράφος, η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, η δικτατορία (1967-1974), η Κύπρος (1974), η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η ζωή στην Αθήνα. Επίσης, τα προβλήματα των μαθητών μπροστά στα άχαρα μαθήματα (μέχρι το 1975), ο αγώνας της να βρει τρόπους -και τους έβρισκε- για να γίνει η πλήξη των παιδιών (και η δική της, φυσικά) λιγότερη...
Γενικά, το δύσκολο έργο Καθηγητών και μαθητών, τα στραβά και τα ανάποδα της Μέσης Εκπαίδευσης, οι εορτασμοί και οι εκδρομές των μαθητών, τα ταξίδια της σε όλη την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική.
Όλα τα Σχολικά Έτη -το καθένα με το δικό του "χρώμα"- καταγράφονται με τη σειρά, μεθοδικά, ολοζώντανα, παραστατικά, απλά, κατανοητά, όλα στα μέτρα του ανθρώπου, τίποτε υπερβολικό, τίποτε ψεύτικο... Με αισιοδοξία για τη ζωή, με βαθειά αγάπη για τα παιδιά, για το Πνεύμα, την Τέχνη, τη Φύση, για τα ταξίδια και την Πατρίδα.
Η γλώσσα, φιλολογική δημοτική, ξεχωρίζει για τη λιτότητα και τον πλούτο της συγχρόνως. Η έκφραση κυλάει σαν ποταμάκι του βουνού, και σαν λουλούδια ξεφυτρώνουν συχνά-πυκνά μπροστά σου κομμάτια από τα αγαπημένα τραγούδια όλης αυτής της εποχής (1958-1991).
Πρόκειται για ένα βιβλίο γοητευτικό -και βαθιά διδακτικό- το οποίο, κοιτάζοντας όλο το φάσμα της ζωής με «έδρα» τα Σχολεία, καλύπτει μια χρονική περίοδο (1958-1991) στην οποία συντελέστηκαν οι "φοβερότερες" αλλαγές μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία.

 Ευχαριστώ την κυρία Ζολώτα που είχε την ευγενική διάθεση να μας στείλει το ξεχωριστό της βιβλίο στο σχολείο και να μας κάνει κοινωνούς των σκέψεων, των διαθέσεων και των συναισθημάτων της στην πορεία του δύσκολου αλλά και τόσο όμορφου ταξιδιού της στην εκπαίδευση. Σας προτείνω να το διαβάσετε και είναι σίγουρο ότι μέσα στις σελίδες του θα βρείτε δικές σας εμπειρίες, είτε είστε εκπαιδευτικοί είτε είστε μαθητές.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γράφει μέσα από τις παιδικές της αναμνήσεις, ξετυλίγει με φανταστικό τρόπο την Ελλάδα της μεταπολίτευσης και την σχέση δύο κοριτσιών, μεταξύ τους, καθώς και με τον υπόλοιπο κόσμο που περιτριγυρίζει τη φιλία τους, από τα παιδικά τους χρόνια εως και την ενηλικίωσή τους.
Υπόθεση:
Η Μαρία Παπαμαύρου έρχεται στην Αθήνα από την Αφρική και εγκαθίσταται με την μητέρα της στη γνωστή Γαλάζια Πολυκατοικία στην πλατεία Εξαρχείων. Η ζωή της περιγράφεται ως ανιαρή, θέλει να γυρίσει πίσω στην Ικέτζα και στην νταντά της την Γκουεντόλιν, από την οποία έντονα θυμάται τις παροιμίες που της έλεγε για τη ζωή. Η καθημερινότητά της όμως αλλάζει άρδην, όταν συναντά στο σχολείο την Άννα Χορν. Ένα κοριτσάκι που κάνει κατευθείαν εντύπωση όπου έχει έρθει με τη μητέρα της από τη Γαλλία και εμπνέει σε όλους την Επανάσταση και τον Αγώνα για δικαιοσύνη. Η Μαρία γοητεύεται κατευθείαν από την Άννα, εξάλλου είναι από τη φύση της αυτόνομη με μια αντιστασιακή συμπεριφορά και κατευθείαν γίνονται φίλες. Ανά ένα κεφάλαιο το παρόν γίνεται παρελθόν, καταφέρνοντας η συγγραφέας να ταξιδέψεις μαζί τους στην κοινή ζωή τους από την τετάρτη δημοτικού έως και τα 35 τους όπου οι δύο φίλες ξανασυναντιώνται. Η συνάντησή τους είναι κομβική και η ιστορία ξεκινάει από το τέλος.
Οι χαρακτήρες:

Η Μαρία είναι φύσει ακτιβίστρια, αυτόνομη, ευαίσθητη αλλά και ταυτόχρονα πιο δυνατή από ό,τι η Άννα κι ας μην το δείχνει. Στο βιβλίο παρουσιάζεται ένα κοριτσάκι που στην αρχή έχει ανάγκη από πρότυπα, μεγάλες ιδέες και οράματα όμως σιγά σιγά ανακαλύπτουμε ένα χαρακτήρα πιο εσωστρεφή, πιο ιδιαίτερο και πιο δυναμικό, που ανακαλύπτει πως η επανάσταση μπορεί να είναι για τον καθένα ή συνολική ή ατομική. Εξάλλου όπως λέει η ίδια « δεν έρχονται όλοι στον κόσμο για να προσφέρουν τα ίδια»
Η Άννα αποδεικνύει από την πρώτη σελίδα της εμφάνισής της, το τεράστιο «Εγώ» που επικρατεί στους ανθρώπους, τον απόλυτο «δυναμισμό» την προσωποποίηση του Ισχυρογνώμωνος. Είναι ένα άτομο που έχει σαφείς επιρροές από τους γονείς της οι οποίοι έζησαν το Μάη του ’68 και σου δίνει την εντύπωση πως στο σπίτι της ακούγονται μόνο λέξεις όπως Επανάσταση, αγώνας, δικαιοσύνη, ισότητα. Όσο εκτυλίσσεται η ιστορία όμως ανακαλύπτουμε μια Άννα που τρέμει τους σεισμούς, που είναι παθολογικά δεμένη με την Μαρία, που μόνη της δημιουργεί κανόνες και νόμους για να μπορεί να ελέγχει καταστάσεις, αλλά δεν έχει καμία δύναμη εσωτερική να τους τηρήσει όταν αφορά τον εαυτό της.
Το τέλος είναι περισσότερο τραγικό και όχι αναμενόμενο από όσο θα μπορούσε να δηλώσει ο τίτλος του βιβλίου.


Είναι πραγματικά ένα βιβλίο που ξεχωρίζει για τον τρόπο γραφής, τις σκέψεις της συγγραφέως και το κυριότερο μήνυμα που δίνει από όλα: Το ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ ή όπως λέει και η Γκουεντόλιν με τις παροιμίες της «το πουλί δεν αλλάζει πούπουλα το χειμώνα».
  Φέτος το βιβλίο αυτό έγινε σημείο αναφοράς μέσα στην τάξη για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα φύλα μέσα στη λογοτεχνία. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου μας έδωσε μία νεωτερική οπτική για το παραπάνω θέμα σε σύγκριση πάντα με το πώς παρουσιάζονται οι διαφυλικές σχέσεις στην παλαιότερη λογοτεχνική παραγωγή.